ἐνυπνιασμός: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(6_14)
(12)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνυπνιασμός''': ὁ, = [[ὀνειρωγμός]], Κύριλλ. Ἱεροσ. 82, Νείλ. Ἐπιστ. σ. 231, ἔκδ. Ἀλλατ., κλ.
|lstext='''ἐνυπνιασμός''': ὁ, = [[ὀνειρωγμός]], Κύριλλ. Ἱεροσ. 82, Νείλ. Ἐπιστ. σ. 231, ἔκδ. Ἀλλατ., κλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[sueño]] ποιεῖ ἐνυπνιασμὸν κακόν de una planta provoca un mal sueño</i>, e.e., hace tener pesadillas</i>, <i>Anecd.Erm</i>.231, cf. Cyr.H.<i>Catech</i>.6.33.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐνυπνιασμός]], ο (Μ)<br /><b>1.</b> [[ενυπνίασις]]<br /><b>2.</b> [[ονείρωξη]], [[εκσπερματισμός]] [[κατά]] τον ύπνο.
}}
}}

Latest revision as of 07:09, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 860] ὁ, das Träumen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνυπνιασμός: ὁ, = ὀνειρωγμός, Κύριλλ. Ἱεροσ. 82, Νείλ. Ἐπιστ. σ. 231, ἔκδ. Ἀλλατ., κλ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
sueño ποιεῖ ἐνυπνιασμὸν κακόν de una planta provoca un mal sueño, e.e., hace tener pesadillas, Anecd.Erm.231, cf. Cyr.H.Catech.6.33.

Greek Monolingual

ἐνυπνιασμός, ο (Μ)
1. ενυπνίασις
2. ονείρωξη, εκσπερματισμός κατά τον ύπνο.