βιωτός: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ μὲν γὰρ τῆς πρὸς τὴν φύσιν ὑποστάσεως τῶν... → Αbout the true nature of...

Source
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=viotos
|Transliteration C=viotos
|Beta Code=biwto/s
|Beta Code=biwto/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be lived, worth living</b>, mostly with neg., ἔμοιγ' ὁ μέλλων βίος οὐ β. <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1692</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>197</span> (dub.), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ap.</span>38a</span>; οὐ βιωτὸν οὐδ' ἀνασχετόν <span class="bibl">Antiph.190</span>. <span class="bibl">10</span>; <b class="b3">οὐκ ἦν μοι β. τοῦτο ποιήσαντι</b> <span class="bibl">D.21.120</span>; ἆρ' οὖν β. ἡμῖν ἐστιν μετὰ μοχθηροῦ σώματος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cri.</span>47e</span>.</span>
|Definition=βιωτόν, [[to be lived]], [[worth living]], mostly with neg., ἔμοιγ' ὁ μέλλων βίος οὐ β. S.OC1692 (lyr.), cf. Ar.Pl.197 (dub.), Pl.Ap.38a; οὐ βιωτὸν οὐδ' ἀνασχετόν Antiph.190. 10; οὐκ ἦν μοι β. τοῦτο ποιήσαντι D.21.120; ἆρ' οὖν β. ἡμῖν ἐστιν μετὰ μοχθηροῦ σώματος Pl.Cri.47e.
}}
{{DGE
|dgtxt=-όν<br />gener. c. neg.<br /><b class="num">1</b> de [[βίος]] [[digno de ser vivido]] ἔμοιγ' ὁ μέλλων [[βίος]] οὐ β. S.<i>OC</i> 1692, οὔ φησιν [[εἶν]]' αὑτῷ β. τὸν βίον Ar.<i>Pl</i>.197, ὁ δὲ [[ἀνεξέταστος]] [[βίος]] οὐ β. Pl.<i>Ap</i>.38a.<br /><b class="num">2</b> impers. βιωτόν (ἐστιν) [[merece la pena vivir]] οὐ βιωτόν ἐστιν οὐδ' ἀνασχετόν Antiph.188.10, οὐ γὰρ ἦν μοι [[δήπου]] βιωτὸν τοῦτο ποιήσαντι D.21.120, cf. 60.28, ἆρ' οὖν βιωτὸν ἡμῖν ἐστὶν μετὰ μοχθηροῦ ... σώματος; Pl.<i>Cri</i>.47e, cf. <i>R</i>.445a, <i>Lg</i>.874d.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0446.png Seite 446]] zu leben; [[βίος]] οὐ [[βιωτός]], ein Leben, das nicht als ein Leben zu betrachten, Plat. Apol. 38 a; Conv. 216 a; Ar. Plut. 197; neutr., ἆρα βιωτὸν ἡμῖν ἐστιν; können wir leben? Plat. Crit. 47 d; οὐ βιωτὸν ἡγεῖσθαι, d. i. sterben wollen, Xen. Hell. 2, 3, 50; so öfter bei Sp.; Antiphan. Ath. VIII, 342 f οὐ βιωτόν ἐστιν οὐδ' ἀνάσχετον; vgl. Plut. Aemil. 21; Luc. Charidem. 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0446.png Seite 446]] zu leben; [[βίος]] οὐ [[βιωτός]], ein Leben, das nicht als ein Leben zu betrachten, Plat. Apol. 38 a; Conv. 216 a; Ar. Plut. 197; neutr., ἆρα βιωτὸν ἡμῖν ἐστιν; können wir leben? Plat. Crit. 47 d; οὐ βιωτὸν ἡγεῖσθαι, d. i. sterben wollen, Xen. Hell. 2, 3, 50; so öfter bei Sp.; Antiphan. Ath. VIII, 342 f οὐ βιωτόν ἐστιν οὐδ' ἀνάσχετον; vgl. Plut. Aemil. 21; Luc. Charidem. 16.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />(vie) qu'il faut vivre <i>ou</i> qu'on peut vivre ; [[βίος]] [[οὐ]] [[βιωτός]] SOPH vie qu'on ne peut vivre, vie intolérable.<br />'''Étymologie:''' [[βιόω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βιωτός]] -ή -όν [[βιόω]] leefbaar; vaak met ontk.. ὁ μέλλων [[βίος]] οὐ [[βιωτός]] het toekomstige leven is niet leefbaar Soph. OC 1692.
}}
{{grml
|mltxt=[[βιωτός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που αξίζει να τον ζει [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>βιω</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>iy</i><i>ō</i>-) του αορ. <i>εβίων</i> (<b>βλ.</b> <i>βιώ</i> II) ή <span style="color: red;"><</span> [[βίος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βιωτός:''' -όν ([[βιόω]]), αυτός που βιώνεται, αυτός που είναι [[άξιος]] να γίνει [[βίωμα]], σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βιόω]]<br />to be lived, [[worth]] [[living]], Soph., Ar., etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βιωτός''': -όν, ([[βιόω]]) ὡς τὸ [[βιώσιμος]], ὃν δύναταί τις νὰ ζήσῃ, [[ἄξιος]] ζωῆς, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, ἐμοίγ’ ὁ μέλλων [[βίος]] οὐ βιωτὸς Σοφ. Ο. Κ. 1692, Ἀριστοφ. Πλ. 197, Πλάτ. Ἀπολ. 38Α· οὐ βιωτὸν οὐδ’ ἀνασχετὸν Ἀντιφ. Πλουσ. 1. 10· οὐκ ἦν μοι βιωτὸν τοῦτο ποιήσαντι Δημ. 554. 5· ― [[ἄνευ]] ἀρνήσ., μετ’ ἐκείνου ἄρα ἡμῖν βιωτόν, πρέπει νὰ ζήσωμεν, Πλάτ. Κρίτων. 47Ε· πρβλ. [[ἀβίωτος]].
|lstext='''βιωτός''': -όν, ([[βιόω]]) ὡς τὸ [[βιώσιμος]], ὃν δύναταί τις νὰ ζήσῃ, [[ἄξιος]] ζωῆς, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, ἐμοίγ’ ὁ μέλλων [[βίος]] οὐ βιωτὸς Σοφ. Ο. Κ. 1692, Ἀριστοφ. Πλ. 197, Πλάτ. Ἀπολ. 38Α· οὐ βιωτὸν οὐδ’ ἀνασχετὸν Ἀντιφ. Πλουσ. 1. 10· οὐκ ἦν μοι βιωτὸν τοῦτο ποιήσαντι Δημ. 554. 5· ― [[ἄνευ]] ἀρνήσ., μετ’ ἐκείνου ἄρα ἡμῖν βιωτόν, πρέπει νὰ ζήσωμεν, Πλάτ. Κρίτων. 47Ε· πρβλ. [[ἀβίωτος]].
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[worth living]]
}}
}}

Latest revision as of 09:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐωτός Medium diacritics: βιωτός Low diacritics: βιωτός Capitals: ΒΙΩΤΟΣ
Transliteration A: biōtós Transliteration B: biōtos Transliteration C: viotos Beta Code: biwto/s

English (LSJ)

βιωτόν, to be lived, worth living, mostly with neg., ἔμοιγ' ὁ μέλλων βίος οὐ β. S.OC1692 (lyr.), cf. Ar.Pl.197 (dub.), Pl.Ap.38a; οὐ βιωτὸν οὐδ' ἀνασχετόν Antiph.190. 10; οὐκ ἦν μοι β. τοῦτο ποιήσαντι D.21.120; ἆρ' οὖν β. ἡμῖν ἐστιν μετὰ μοχθηροῦ σώματος Pl.Cri.47e.

Spanish (DGE)

-όν
gener. c. neg.
1 de βίος digno de ser vivido ἔμοιγ' ὁ μέλλων βίος οὐ β. S.OC 1692, οὔ φησιν εἶν' αὑτῷ β. τὸν βίον Ar.Pl.197, ὁ δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ β. Pl.Ap.38a.
2 impers. βιωτόν (ἐστιν) merece la pena vivir οὐ βιωτόν ἐστιν οὐδ' ἀνασχετόν Antiph.188.10, οὐ γὰρ ἦν μοι δήπου βιωτὸν τοῦτο ποιήσαντι D.21.120, cf. 60.28, ἆρ' οὖν βιωτὸν ἡμῖν ἐστὶν μετὰ μοχθηροῦ ... σώματος; Pl.Cri.47e, cf. R.445a, Lg.874d.

German (Pape)

[Seite 446] zu leben; βίος οὐ βιωτός, ein Leben, das nicht als ein Leben zu betrachten, Plat. Apol. 38 a; Conv. 216 a; Ar. Plut. 197; neutr., ἆρα βιωτὸν ἡμῖν ἐστιν; können wir leben? Plat. Crit. 47 d; οὐ βιωτὸν ἡγεῖσθαι, d. i. sterben wollen, Xen. Hell. 2, 3, 50; so öfter bei Sp.; Antiphan. Ath. VIII, 342 f οὐ βιωτόν ἐστιν οὐδ' ἀνάσχετον; vgl. Plut. Aemil. 21; Luc. Charidem. 16.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
(vie) qu'il faut vivre ou qu'on peut vivre ; βίος οὐ βιωτός SOPH vie qu'on ne peut vivre, vie intolérable.
Étymologie: βιόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βιωτός -ή -όν βιόω leefbaar; vaak met ontk.. ὁ μέλλων βίος οὐ βιωτός het toekomstige leven is niet leefbaar Soph. OC 1692.

Greek Monolingual

βιωτός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αξίζει να τον ζει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βιω- (< gwiyō-) του αορ. εβίων (βλ. βιώ II) ή < βίος.

Greek Monotonic

βιωτός: -όν (βιόω), αυτός που βιώνεται, αυτός που είναι άξιος να γίνει βίωμα, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.

Middle Liddell

βιόω
to be lived, worth living, Soph., Ar., etc.

Greek (Liddell-Scott)

βιωτός: -όν, (βιόω) ὡς τὸ βιώσιμος, ὃν δύναταί τις νὰ ζήσῃ, ἄξιος ζωῆς, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, ἐμοίγ’ ὁ μέλλων βίος οὐ βιωτὸς Σοφ. Ο. Κ. 1692, Ἀριστοφ. Πλ. 197, Πλάτ. Ἀπολ. 38Α· οὐ βιωτὸν οὐδ’ ἀνασχετὸν Ἀντιφ. Πλουσ. 1. 10· οὐκ ἦν μοι βιωτὸν τοῦτο ποιήσαντι Δημ. 554. 5· ― ἄνευ ἀρνήσ., μετ’ ἐκείνου ἄρα ἡμῖν βιωτόν, πρέπει νὰ ζήσωμεν, Πλάτ. Κρίτων. 47Ε· πρβλ. ἀβίωτος.

English (Woodhouse)

worth living

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)