γενετήριος: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
(6_4)
(8)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''γενετήριος''': -α, -ον, ὁ γεννῶν, Συνέσ. 317Β.
|lstext='''γενετήριος''': -α, -ον, ὁ γεννῶν, Συνέσ. 317Β.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[paterno]] κῦδος Synes.<i>Hymn</i>.5.41.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[γενετήριος]], -ον) [[γενετήρ]]<br />ο [[σχετικός]] με τη [[γένεση]] ή τη [[γέννηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> «[[γενετήριος]] ζωή» — η [[διάρκεια]] της ζωής [[κατά]] την οποία το [[άτομο]] έχει αναπαραγωγική [[ικανότητα]]<br /><b>2.</b> <b>(ψυχολ.)</b> «[[γενετήριος]] [[νόμος]]» — [[γνωσιολογικός]] [[νόμος]] που καθορίζει τη [[σχέση]] [[μεταξύ]] τών δεδομένων τών αισθήσεων και τών παραστάσεων.
}}
}}

Latest revision as of 07:01, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 482] hervorbringend, Synes. hymn. 2, 41; s. γενετήσιος.

Greek (Liddell-Scott)

γενετήριος: -α, -ον, ὁ γεννῶν, Συνέσ. 317Β.

Spanish (DGE)

-ον paterno κῦδος Synes.Hymn.5.41.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM γενετήριος, -ον) γενετήρ
ο σχετικός με τη γένεση ή τη γέννηση
νεοελλ.
1. «γενετήριος ζωή» — η διάρκεια της ζωής κατά την οποία το άτομο έχει αναπαραγωγική ικανότητα
2. (ψυχολ.) «γενετήριος νόμος» — γνωσιολογικός νόμος που καθορίζει τη σχέση μεταξύ τών δεδομένων τών αισθήσεων και τών παραστάσεων.