δαίδαλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(35 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=daidalos
|Transliteration C=daidalos
|Beta Code=dai/dalos
|Beta Code=dai/dalos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cunningly</b> or <b class="b2">curiously wrought</b>, μάχαιρα <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>4.59</span> (Did., <b class="b3">Δαιδάλου</b> codd.); πέπλος <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>635</span>: in Hom. only neut. as Subst., <b class="b3">ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν . .</b> to frame all <b class="b2">cunning works</b>, <span class="bibl">Il.5.60</span>, al.; τεκτόνων δ. <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>5.36</span>, cf. <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.355</span>: also in sg., <span class="bibl">Od.19.227</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">spotted, speckled</b>, or perh. rather, <b class="b2">sheeny, shot with light</b>, of fish, <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.58</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as pr. n., <b class="b3">Δαίδαλος, ὁ,</b> <b class="b2">Daedalus</b>, i. e. <b class="b2">the Cunning Worker, the Artist</b>, traditional name for the first sculptor, <span class="bibl">Il.18.592</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Men.</span>97d</span>: hence <b class="b3">δαίδαλα, τά,</b> = <b class="b2">statues</b>, <span class="bibl">Paus.9.3.2</span>: also <b class="b3">Δαίδαλα, τά,</b> festival of Hera at Argos, ib., Plu.<span class="title">Daed.</span>tit.</span>
|Definition=δαίδαλον,<br><span class="bld">A</span> [[cunningly]] or [[curiously wrought]], μάχαιρα Pi.''N.''4.59 (Did., [[Δαιδάλου]] codd.); πέπλος A.''Eu.''635: in Hom. only neut. as [[substantive]], <b class="b3">ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν</b>to frame all [[cunning works]], Il.5.60, al.; τεκτόνων δ. Pi.''P.''5.36, cf. Opp.''C.''1.355: also in sg., Od.19.227.<br><span class="bld">2</span> [[spotted]], [[speckled]], or perhaps rather, [[sheeny]], [[shot with light]], of fish, Opp.''C.''1.58.<br><span class="bld">II</span> as pr. n., <b class="b3">Δαίδαλος, ὁ,</b> [[Daedalus]], i.e. [[the Cunning Worker]], [[the Artist]], traditional name for the first sculptor, Il.18.592, Pl.''Men.''97d: hence [[δαίδαλα]], τά, = [[statues]], Paus.9.3.2: also [[Δαίδαλα]], τά, festival of Hera at Argos, ib., Plu.''Daed.''tit.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b> [[artísticamente trabajado]] [[πέπλος]] c. el doble sent. peyor. hecho con artificio, con trampa</i> A.<i>Eu</i>.635, θελκτήρια Nonn.<i>D</i>.8.120.<br /><b class="num">2</b> de dibujos naturales en los anim. [[moteado]] o [[tornasolado]] εἵματα del plumaje de un ave, Opp.<i>C</i>.1.355, [[ἰχθύς]] Opp.<i>C</i>.1.58, neutr. plu. como adv. δαίδαλα πορφύρων = <i>que es de color púrpura en las rayas</i> de la piel de un tigre, Opp.<i>C</i>.3.347.<br /><b class="num">II</b> subst., gener. neutr. plu.<br /><b class="num">1</b> [[trabajo artístico]], [[obra de arte]] realizada c. las manos, ref. bordados, grabados, relieves [[τίθει]] δ' ἐνὶ δαίδαλα [[πολλά]] de los adornos bordados por Atenea en la túnica de Hera <i>Il</i>.14.179, τῇ δ' ἐνὶ δαίδαλα πολλὰ [[τετεύχατο]] en una diadema, Hes.<i>Th</i>.581, ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν <i>Il</i>.5.60, ὁπόσα χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλ' Pi.<i>P</i>.5.36, δαίδαλά τ' ἐκτελέοντες ἀπὸ πριστοῦ ἐλέφαντος Man.6.421, cf. <i>Il</i>.18.482, <i>Od</i>.19.227, Q.S.5.41, tb. sg. τὸ καλὸν [[δαίδαλον]] <i>AP</i> 9.776 (Diod.Sard.)<br /><b class="num">•</b> pero τὸ [[δαίδαλον]] = <i>imagen de madera</i> n. dado al arcaico [[ξόανον]] Paus.9.3.2, 4, 8.<br /><b class="num">2</b> fig. de los [[pliegues artísticamente colocados]] en un vestido, [[drapeado]] λῦσεν δ' ἀπὸ δαίδαλα μαζῶν Opp.<i>C</i>.1.496.<br /><b class="num">• Etimología:</b> De *δαλ-δαλ- forma red., c. disim., perteneciente a una r. *<i>del</i>-, y rel. gr. [[δέλτος]], lat. <i>[[dolo]]</i>, ai. <i>dalati</i> ‘[[estallar]]’, ‘[[abrirse bruscamente]]’, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0514.png Seite 514]] ον, = [[δαιδάλεος]], [[μάχαιρα]] Pind. N. 4, 59; [[πέπλος]] Aesch. Eum. 605; bunt, Opp. C. 3, 347. S. nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0514.png Seite 514]] ον, = [[δαιδάλεος]], [[μάχαιρα]] Pind. N. 4, 59; [[πέπλος]] Aesch. Eum. 605; bunt, Opp. C. 3, 347. S. nom. pr.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[travaillé avec art]];<br /><b>2</b> [[travaillé en relief]] ; orné de broderies, brodé.<br />'''Étymologie:''' R. Δαλ, creuser, ciseler, avec redoubl. ; cf. <i>lat.</i> [[dolare]].
}}
{{elnl
|elnltext=δαίδαλος -ον kunstig bewerkt, versierd; subst. τὸ δαίδαλον kunstwerk.
}}
{{elru
|elrutext='''δαίδᾰλος:''' Hom., Hes., Pind., Aesch. = [[δαιδάλεος]] 1.
}}
{{Slater
|sltr=<b>δαίδᾰλος</b> n. pl. pro subs. = δαιδάλματα, <br /><b>1</b> [[workmanship]] ἀλλὰ κρέμαται ὁπόσα χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλ' [[ἄγων]] Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν [[κοιλόπεδον]] [[νάπος]] θεοῦ (Pauw: δαιδάλματ codd.) (P. 5.36)
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[δαίδαλος]], -ον)<br />(το αρσ. ως κύριο όνομα) <i>Δαίδαλος</i>, ο<br />[[μυθικός]] [[τεχνίτης]] και [[γλύπτης]] από την Κνωσσό, [[σύγχρονος]] του Μίνωος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περίπλοκος]] [[διάδρομος]] ή [[σύστημα]] διαδρόμων όπου δεν [[είναι]] εύκολο να βρει [[κανείς]] την [[έξοδο]] («οι δαίδαλοι του ανακτόρου»)<br /><b>2.</b> περίπλοκη [[σειρά]] ([[κυρίως]] στη [[διατύπωση]]) την οποία δύσκολα παρακολουθεί [[κανείς]] («[[δαίδαλος]] επιχειρηματολογίας»)<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> δουλεμένος περίτεχνα<br /><b>2.</b> [[πολύχρωμος]], [[κατάστικτος]]<br />II. <b>ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. εν.) [[δαίδαλον]], το<br />[[κόσμημα]] ενδύματος<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) α) καλλιτεχνήματα<br />β) γλυπτά έργα<br />γ) [[γιορτή]] της Ήρας στο Άργος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρ' όλο που ανήκουν στην [[ίδια]] γλωσσική [[οικογένεια]], δεν [[είναι]] δυνατόν να καθοριστεί με [[ακρίβεια]] η [[σχέση]] [[μεταξύ]] τών [[δαίδαλος]], [[δαίδαλον]], [[δαιδάλλω]]. Υποστηρίχτηκε ότι το [[δαιδάλλω]] [[είναι]] μετονοματικό παράγωγο τών [[δαίδαλος]], [[δαίδαλον]], ενώ κατ' άλλους το [[δαιδάλλω]] [[είναι]] [[παλαιός]] [[επιτατικός]] τ. ενεστώτα που σχηματίστηκε με αναδιπλασιασμό και του οποίου παράγωγα [[είναι]] τα [[δαίδαλος]], [[δαίδαλον]]. Οι δύο αυτές ετυμολογίες συγκλίνουν πιθ. σε μια [[κοινή]] ινδοευρ. [[προέλευση]] από [[ρίζα]] <i>del</i>- «[[σχίζω]], [[κλαδεύω]]», που απαντά ίσως και στα [[δέλτος]], [[δηλέομαι]] ([[πρβλ]]. λατ. <i>dol</i><i>ō</i> «[[κόβω]], [[πελεκίζω]]», αρχ. ινδ. <i>dar</i>-<i>dar</i>(<i>ī</i>) -<i>ti</i> «[[σχίζω]]» <b>κ.ά.</b>) και [[κατά]] την οποία το θ. <i>δαιδαλ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>δαλδαλ</i>- με αναδιπλασιασμό και [[ανομοίωση]] του <i>δαλ</i> σε <i>δαι</i>- ([[πρβλ]]. [[παιπάλη]] <b>κ.ά.</b>). Σύμφωνα, [[τέλος]], με [[άλλη]] [[υπόθεση]], το [[δαίδαλον]] [[είναι]] [[λέξη]] μεσογειακής προελεύσεως, της οποίας παράγωγο [[είναι]] το [[δαιδάλλω]] και σύνθετο το [[πολυδαίδαλος]], από το οποίο αποσπάστηκε το [[δαίδαλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δαίδᾰλος:''' -ον (αναδιπλ. από √<i>ΔΑΛ</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[τεχνικά]] επεξεργασμένος ή περίτεχνα κατεργασμένος, [[περίτεχνος]], επεξεργασμένος με [[ακρίβεια]], [[λεπτοδουλεμένος]], σε Αισχύλ.· στον Όμηρ. μόνο στο ουδ. ως ουσ., <i>δαίδαλα πάντα</i>, περίτεχνα παντός είδους έργα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στον ενικ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> ως κύριο όνομα, [[Δαίδαλος]], <i>ὁ</i>, ο [[Δαίδαλος]], δηλ. ο [[επιδέξιος]] [[τεχνίτης]], ο [[καλλιτέχνης]], από την Κνωσό της Κρήτης, [[σύγχρονος]] του Μίνωα, ο [[οποίος]] αναφέρεται στην Ομήρ. Ιλ. ως ο [[δημιουργός]] του <i>χοροῦ</i> για την Αριάδνη.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δαίδᾰλος''': ον ([[δαιδάλλω]])· -ὡς τό [[δαιδάλεος]], εὐφυῶς ἢ τεχνηέντως εἰργασμένος, [[μάχαιρα]] Πίνδ. Ν. 4. 95 (ἐξ εἰκασίας τοῦ Böckh.)· [[πέπλος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 635· [[ἀλλά]] παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατ’ οὐδέτ. ὡς οὐσιαστ., ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν…, νά κατασκευάζῃ παντός εἴδους ἔντεχνα ἔργα, Ἰλ. Ε. 60, πρβλ. Ξ. 179, Σ. 482, πρβλ. Πίνδ. Π. 5. 48· [[ὡσαύτως]] καθ’ ἑνικ., Ὀδ. Τ. 227· ἴδε περὶ τὸ [[τέλος]]. ΙΙ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]], Δαίδαλος, ὁ, ὁ εὐφυὴς [[τεχνίτης]], ἐκ Κνωσοῦ τῆς Κρήτης [[σύγχρονος]] Μίνωος, ὁ πρῶτος [[γλύπτης]] [[ὅστις]] ἔδωκεν εἰς τὰ ἀγάλματα κίνησιν καὶ διέστησε τοὺς πόδας των, ἴδε Στάλβ. Πλάτ. Μένωνι 97D· Εὔχειρ (ὁ δεξιάν, ἐπιτηδείαν ἔχων χεῖρα) ἦτο ὁ [[μυθικός]] [[αὐτοῦ]] [[συγγενής]], Ἀριστοτ. Ἀποσπ. 344· -ὁ [[Ὅμηρος]] τὸν ἀναφέρει, Ἰλ. Σ. 592, ὡς τὸν ποιητὴν χοροῦ (ὅ ἴδε) διὰ τὴν Ἀριάδνην· -ἐξ [[αὐτοῦ]] τὰ ἀγάλματα ἐκλήθησαν δαίδαλα, Παυσ. 9. 3, 2.
|lstext='''δαίδᾰλος''': ον ([[δαιδάλλω]])· -ὡς τό [[δαιδάλεος]], εὐφυῶς ἢ τεχνηέντως εἰργασμένος, [[μάχαιρα]] Πίνδ. Ν. 4. 95 (ἐξ εἰκασίας τοῦ Böckh.)· [[πέπλος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 635· [[ἀλλά]] παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατ’ οὐδέτ. ὡς οὐσιαστ., ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν…, νά κατασκευάζῃ παντός εἴδους ἔντεχνα ἔργα, Ἰλ. Ε. 60, πρβλ. Ξ. 179, Σ. 482, πρβλ. Πίνδ. Π. 5. 48· [[ὡσαύτως]] καθ’ ἑνικ., Ὀδ. Τ. 227· ἴδε περὶ τὸ [[τέλος]]. ΙΙ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]], Δαίδαλος, ὁ, ὁ εὐφυὴς [[τεχνίτης]], ἐκ Κνωσοῦ τῆς Κρήτης [[σύγχρονος]] Μίνωος, ὁ πρῶτος [[γλύπτης]] [[ὅστις]] ἔδωκεν εἰς τὰ ἀγάλματα κίνησιν καὶ διέστησε τοὺς πόδας των, ἴδε Στάλβ. Πλάτ. Μένωνι 97D· Εὔχειρ (ὁ δεξιάν, ἐπιτηδείαν ἔχων χεῖρα) ἦτο ὁ [[μυθικός]] αὐτοῦ [[συγγενής]], Ἀριστοτ. Ἀποσπ. 344· -ὁ [[Ὅμηρος]] τὸν ἀναφέρει, Ἰλ. Σ. 592, ὡς τὸν ποιητὴν χοροῦ (ὅ ἴδε) διὰ τὴν Ἀριάδνην· -ἐξ αὐτοῦ τὰ ἀγάλματα ἐκλήθησαν δαίδαλα, Παυσ. 9. 3, 2.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[redupl. from Root !δαλ]<br /><b class="num">I.</b> [[cunningly]] or [[curiously]] [[wrought]], Aesch.: in Hom. only in neut. as [[substantive]], δαίδαλα πάντα all [[cunning]] works, Il.; so in sg., Od.<br /><b class="num">II.</b> as [[prop]]. n., [[Δαίδαλος]], ὁ, [[Daedalus]], i. e. the [[cunning]] [[worker]], the [[artist]], from [[Cnosus]] in [[Crete]], [[contemporary]] with [[Minos]], mentioned in Il. as [[maker]] of a [[χορός]] for [[Ariadne]].
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[curiously made]], [[of workmanship]], [[well wrought]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[περίτεχνος]]). Ἀπό ρίζα δαλ- + ἐπιτατική ἀναδίπλωση τοῦ δ μέ αι → δαίδαλ-ος → [[δαίδαλος]].
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον [[astuto]] de Selene ἐνεύχομαί σοι, δαιδάλη καἰπή <b class="b3">a ti te suplico, astuta y arrogante</b> P IV 2266
}}
}}

Latest revision as of 10:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαίδαλος Medium diacritics: δαίδαλος Low diacritics: δαίδαλος Capitals: ΔΑΙΔΑΛΟΣ
Transliteration A: daídalos Transliteration B: daidalos Transliteration C: daidalos Beta Code: dai/dalos

English (LSJ)

δαίδαλον,
A cunningly or curiously wrought, μάχαιρα Pi.N.4.59 (Did., Δαιδάλου codd.); πέπλος A.Eu.635: in Hom. only neut. as substantive, ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν… to frame all cunning works, Il.5.60, al.; τεκτόνων δ. Pi.P.5.36, cf. Opp.C.1.355: also in sg., Od.19.227.
2 spotted, speckled, or perhaps rather, sheeny, shot with light, of fish, Opp.C.1.58.
II as pr. n., Δαίδαλος, ὁ, Daedalus, i.e. the Cunning Worker, the Artist, traditional name for the first sculptor, Il.18.592, Pl.Men.97d: hence δαίδαλα, τά, = statues, Paus.9.3.2: also Δαίδαλα, τά, festival of Hera at Argos, ib., Plu.Daed.tit.

Spanish (DGE)

-ον
I 1 artísticamente trabajado πέπλος c. el doble sent. peyor. hecho con artificio, con trampa A.Eu.635, θελκτήρια Nonn.D.8.120.
2 de dibujos naturales en los anim. moteado o tornasolado εἵματα del plumaje de un ave, Opp.C.1.355, ἰχθύς Opp.C.1.58, neutr. plu. como adv. δαίδαλα πορφύρων = que es de color púrpura en las rayas de la piel de un tigre, Opp.C.3.347.
II subst., gener. neutr. plu.
1 trabajo artístico, obra de arte realizada c. las manos, ref. bordados, grabados, relieves τίθει δ' ἐνὶ δαίδαλα πολλά de los adornos bordados por Atenea en la túnica de Hera Il.14.179, τῇ δ' ἐνὶ δαίδαλα πολλὰ τετεύχατο en una diadema, Hes.Th.581, ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν Il.5.60, ὁπόσα χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλ' Pi.P.5.36, δαίδαλά τ' ἐκτελέοντες ἀπὸ πριστοῦ ἐλέφαντος Man.6.421, cf. Il.18.482, Od.19.227, Q.S.5.41, tb. sg. τὸ καλὸν δαίδαλον AP 9.776 (Diod.Sard.)
pero τὸ δαίδαλον = imagen de madera n. dado al arcaico ξόανον Paus.9.3.2, 4, 8.
2 fig. de los pliegues artísticamente colocados en un vestido, drapeado λῦσεν δ' ἀπὸ δαίδαλα μαζῶν Opp.C.1.496.
• Etimología: De *δαλ-δαλ- forma red., c. disim., perteneciente a una r. *del-, y rel. gr. δέλτος, lat. dolo, ai. dalatiestallar’, ‘abrirse bruscamente’, etc.

German (Pape)

[Seite 514] ον, = δαιδάλεος, μάχαιρα Pind. N. 4, 59; πέπλος Aesch. Eum. 605; bunt, Opp. C. 3, 347. S. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 travaillé avec art;
2 travaillé en relief ; orné de broderies, brodé.
Étymologie: R. Δαλ, creuser, ciseler, avec redoubl. ; cf. lat. dolare.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαίδαλος -ον kunstig bewerkt, versierd; subst. τὸ δαίδαλον kunstwerk.

Russian (Dvoretsky)

δαίδᾰλος: Hom., Hes., Pind., Aesch. = δαιδάλεος 1.

English (Slater)

δαίδᾰλος n. pl. pro subs. = δαιδάλματα,
1 workmanship ἀλλὰ κρέμαται ὁπόσα χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλ' ἄγων Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ (Pauw: δαιδάλματ codd.) (P. 5.36)

Greek Monolingual

ο (Α δαίδαλος, -ον)
(το αρσ. ως κύριο όνομα) Δαίδαλος, ο
μυθικός τεχνίτης και γλύπτης από την Κνωσσό, σύγχρονος του Μίνωος
νεοελλ.
1. περίπλοκος διάδρομος ή σύστημα διαδρόμων όπου δεν είναι εύκολο να βρει κανείς την έξοδο («οι δαίδαλοι του ανακτόρου»)
2. περίπλοκη σειρά (κυρίως στη διατύπωση) την οποία δύσκολα παρακολουθεί κανείςδαίδαλος επιχειρηματολογίας»)
αρχ.
Ι. ως επίθ.
1. δουλεμένος περίτεχνα
2. πολύχρωμος, κατάστικτος
II. ως ουσ.
1. (το ουδ. εν.) δαίδαλον, το
κόσμημα ενδύματος
2. (το ουδ. πληθ.) α) καλλιτεχνήματα
β) γλυπτά έργα
γ) γιορτή της Ήρας στο Άργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρ' όλο που ανήκουν στην ίδια γλωσσική οικογένεια, δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί με ακρίβεια η σχέση μεταξύ τών δαίδαλος, δαίδαλον, δαιδάλλω. Υποστηρίχτηκε ότι το δαιδάλλω είναι μετονοματικό παράγωγο τών δαίδαλος, δαίδαλον, ενώ κατ' άλλους το δαιδάλλω είναι παλαιός επιτατικός τ. ενεστώτα που σχηματίστηκε με αναδιπλασιασμό και του οποίου παράγωγα είναι τα δαίδαλος, δαίδαλον. Οι δύο αυτές ετυμολογίες συγκλίνουν πιθ. σε μια κοινή ινδοευρ. προέλευση από ρίζα del- «σχίζω, κλαδεύω», που απαντά ίσως και στα δέλτος, δηλέομαι (πρβλ. λατ. dolō «κόβω, πελεκίζω», αρχ. ινδ. dar-dar(ī) -ti «σχίζω» κ.ά.) και κατά την οποία το θ. δαιδαλ- < δαλδαλ- με αναδιπλασιασμό και ανομοίωση του δαλ σε δαι- (πρβλ. παιπάλη κ.ά.). Σύμφωνα, τέλος, με άλλη υπόθεση, το δαίδαλον είναι λέξη μεσογειακής προελεύσεως, της οποίας παράγωγο είναι το δαιδάλλω και σύνθετο το πολυδαίδαλος, από το οποίο αποσπάστηκε το δαίδαλος.

Greek Monotonic

δαίδᾰλος: -ον (αναδιπλ. από √ΔΑΛ),
I. τεχνικά επεξεργασμένος ή περίτεχνα κατεργασμένος, περίτεχνος, επεξεργασμένος με ακρίβεια, λεπτοδουλεμένος, σε Αισχύλ.· στον Όμηρ. μόνο στο ουδ. ως ουσ., δαίδαλα πάντα, περίτεχνα παντός είδους έργα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στον ενικ., σε Ομήρ. Οδ.
II. ως κύριο όνομα, Δαίδαλος, , ο Δαίδαλος, δηλ. ο επιδέξιος τεχνίτης, ο καλλιτέχνης, από την Κνωσό της Κρήτης, σύγχρονος του Μίνωα, ο οποίος αναφέρεται στην Ομήρ. Ιλ. ως ο δημιουργός του χοροῦ για την Αριάδνη.

Greek (Liddell-Scott)

δαίδᾰλος: ον (δαιδάλλω)· -ὡς τό δαιδάλεος, εὐφυῶς ἢ τεχνηέντως εἰργασμένος, μάχαιρα Πίνδ. Ν. 4. 95 (ἐξ εἰκασίας τοῦ Böckh.)· πέπλος Αἰσχύλ. Εὐμ. 635· ἀλλά παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατ’ οὐδέτ. ὡς οὐσιαστ., ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν…, νά κατασκευάζῃ παντός εἴδους ἔντεχνα ἔργα, Ἰλ. Ε. 60, πρβλ. Ξ. 179, Σ. 482, πρβλ. Πίνδ. Π. 5. 48· ὡσαύτως καθ’ ἑνικ., Ὀδ. Τ. 227· ἴδε περὶ τὸ τέλος. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, Δαίδαλος, ὁ, ὁ εὐφυὴς τεχνίτης, ἐκ Κνωσοῦ τῆς Κρήτης σύγχρονος Μίνωος, ὁ πρῶτος γλύπτης ὅστις ἔδωκεν εἰς τὰ ἀγάλματα κίνησιν καὶ διέστησε τοὺς πόδας των, ἴδε Στάλβ. Πλάτ. Μένωνι 97D· Εὔχειρ (ὁ δεξιάν, ἐπιτηδείαν ἔχων χεῖρα) ἦτο ὁ μυθικός αὐτοῦ συγγενής, Ἀριστοτ. Ἀποσπ. 344· -ὁ Ὅμηρος τὸν ἀναφέρει, Ἰλ. Σ. 592, ὡς τὸν ποιητὴν χοροῦ (ὅ ἴδε) διὰ τὴν Ἀριάδνην· -ἐξ αὐτοῦ τὰ ἀγάλματα ἐκλήθησαν δαίδαλα, Παυσ. 9. 3, 2.

Middle Liddell

[redupl. from Root !δαλ]
I. cunningly or curiously wrought, Aesch.: in Hom. only in neut. as substantive, δαίδαλα πάντα all cunning works, Il.; so in sg., Od.
II. as prop. n., Δαίδαλος, ὁ, Daedalus, i. e. the cunning worker, the artist, from Cnosus in Crete, contemporary with Minos, mentioned in Il. as maker of a χορός for Ariadne.

English (Woodhouse)

curiously made, of workmanship, well wrought

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=περίτεχνος). Ἀπό ρίζα δαλ- + ἐπιτατική ἀναδίπλωση τοῦ δ μέ αι → δαίδαλ-ος → δαίδαλος.

Léxico de magia

-ον astuto de Selene ἐνεύχομαί σοι, δαιδάλη καἰπή a ti te suplico, astuta y arrogante P IV 2266