ἰσχαδοπώλης: Difference between revisions
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ischadopolis | |Transliteration C=ischadopolis | ||
|Beta Code=i)sxadopw/lhs | |Beta Code=i)sxadopw/lhs | ||
|Definition= | |Definition=ἰσχαδοπώλου, ὁ, [[dealer in figs]], Pherecr.4, Nicoph.19:—fem. [[ἰσχαδόπωλις]], ιδος, Ar.''Lys.''564. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσχαδοπώλης''': -ου, ὁ [[ἔμπορος]] σύκων, Φερεκρ. ἐν «’Αγαθοῖς», 3, Νικοφ. Παρ’ Ἀθην. 126Ε. - θηλ. ἰσχᾰδόπωλις, ιδος, Ἀριστοφ. Λυσ. 564. | |lstext='''ἰσχαδοπώλης''': -ου, ὁ [[ἔμπορος]] σύκων, Φερεκρ. ἐν «’Αγαθοῖς», 3, Νικοφ. Παρ’ Ἀθην. 126Ε. - θηλ. ἰσχᾰδόπωλις, ιδος, Ἀριστοφ. Λυσ. 564. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰσχαδοπώλης]], ό, θηλ. [[ἰσχαδόπωλις]] (Α)<br />αυτός που πουλά ή εμπορεύεται [[ξηρά]] σύκα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχάς]], -[[άδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>), [[πρβλ]]. [[ιχθυοπώλης]], [[παντοπώλης]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 25 August 2023
English (LSJ)
ἰσχαδοπώλου, ὁ, dealer in figs, Pherecr.4, Nicoph.19:—fem. ἰσχαδόπωλις, ιδος, Ar.Lys.564.
German (Pape)
[Seite 1272] ὁ, Feigenhändler; Nicophon bei Ath. III, 126 e; Pherecr. Poll. 7, 198.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχαδοπώλης: -ου, ὁ ἔμπορος σύκων, Φερεκρ. ἐν «’Αγαθοῖς», 3, Νικοφ. Παρ’ Ἀθην. 126Ε. - θηλ. ἰσχᾰδόπωλις, ιδος, Ἀριστοφ. Λυσ. 564.
Greek Monolingual
ἰσχαδοπώλης, ό, θηλ. ἰσχαδόπωλις (Α)
αυτός που πουλά ή εμπορεύεται ξηρά σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, -άδος + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυοπώλης, παντοπώλης.