ληίς: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(6_6) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ληίς''': Δωρ. λᾱίς, ίδος, ἡ, ([[ληίζομαι]]) Ἐπικ. [[τύπος]] τοῦ [[λεία]], λάφυρον, τὸ δι’ ἁρπαγῆς λαμβανόμενον, τὸ πλεῖστον ἐπὶ κτηνῶν, ληίδα δ’ ἐκ πεδίου συνελάσσαμεν..., [[πεντήκοντα]] βοῶν ἀγέλας, τόσα [[πώεα]] οἰῶν, τόσσα συῶν συβόσια, τόσ’ αἰπόλια πλατέ’ αἰγῶν, ἵππους δέ... Ἰλ. Λ. 677, πρβλ. Ξεν. Λακ. 13, 11· ἀκολούθως ἐπὶ παντὸς εἴδους λείας, Ἰλ. Ι. 138., Σ. 327, Ὀδ. Κ. 41 κατὰ ληίδα πλαζόμενοι Γ. 107· - παρ’ Αἰσχύλ Θήβ. 331, = [[αἰχμαλωσία]], ἀντὶ αἰχμάλωτοι, ἴδε Πινδ. ἐν τόπῳ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 695· πρβλ. [[ληιάς]]. 2) [[ἄνευ]] ἐννοίας τινὸς λῃστεύσεως ἢ λαφυραγωγήσεως, = κτήνη ἴδια, [[ἀγέλη]], [[περιουσία]] εἰς κτήνη, ληίδ’ ἀέξειν βουκολίας τ’ ἀγέλας τε καὶ αἰπόλια πλατέ’ αἰγῶν Ἡσ. Θ. 444, πρβλ. Θεόκρ. 25. 97, Ἰακ. Ἀνθ. ΙΙ. σ. 330. | |lstext='''ληίς''': Δωρ. λᾱίς, ίδος, ἡ, ([[ληίζομαι]]) Ἐπικ. [[τύπος]] τοῦ [[λεία]], λάφυρον, τὸ δι’ ἁρπαγῆς λαμβανόμενον, τὸ πλεῖστον ἐπὶ κτηνῶν, ληίδα δ’ ἐκ πεδίου συνελάσσαμεν..., [[πεντήκοντα]] βοῶν ἀγέλας, τόσα [[πώεα]] οἰῶν, τόσσα συῶν συβόσια, τόσ’ αἰπόλια πλατέ’ αἰγῶν, ἵππους δέ... Ἰλ. Λ. 677, πρβλ. Ξεν. Λακ. 13, 11· ἀκολούθως ἐπὶ παντὸς εἴδους λείας, Ἰλ. Ι. 138., Σ. 327, Ὀδ. Κ. 41 κατὰ ληίδα πλαζόμενοι Γ. 107· - παρ’ Αἰσχύλ Θήβ. 331, = [[αἰχμαλωσία]], ἀντὶ αἰχμάλωτοι, ἴδε Πινδ. ἐν τόπῳ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 695· πρβλ. [[ληιάς]]. 2) [[ἄνευ]] ἐννοίας τινὸς λῃστεύσεως ἢ λαφυραγωγήσεως, = κτήνη ἴδια, [[ἀγέλη]], [[περιουσία]] εἰς κτήνη, ληίδ’ ἀέξειν βουκολίας τ’ ἀγέλας τε καὶ αἰπόλια πλατέ’ αἰγῶν Ἡσ. Θ. 444, πρβλ. Θεόκρ. 25. 97, Ἰακ. Ἀνθ. ΙΙ. σ. 330. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=ίδος: [[booty]], [[prey]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ληΐς]], -ίδος, δωρ. τ. [[λαΐς]], ἡ (Α)<br />(επικ. του [[λεία]])<br /><b>1.</b> αυτό που λαμβάνεται με [[αρπαγή]], η [[λεία]], το [[λάφυρο]]<br /><b>2.</b> ([[χωρίς]] την [[έννοια]] λαφυραγώγησης) αγέλες, ποίμνια («ληΐδος ἐρχομένης, στείνοντο... πίονες ἀγροὶ μυκηθμῷ», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λᾱF</i>-<i>ιδ</i>- (<b>βλ.</b> [[λεία]] και <i>απο</i>-<i>λαύω</i>)]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ληίς]], δοριξ λᾱίς, ίδος [epic for [[λεία]],]<br />[[booty]], [[spoil]], Hom., etc.; [[mostly]] of [[cattle]], Il.; and without [[notion]] of [[plunder]], [[cattle]], [[stock]], Hes., Theocr. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=[[ἐπικός]] [[τύπος]] τοῦ [[λεία]]. Ἔχει σχέση μέ τό [[ἀπολαύω]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ληίζομαι]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 1 March 2024
Greek (Liddell-Scott)
ληίς: Δωρ. λᾱίς, ίδος, ἡ, (ληίζομαι) Ἐπικ. τύπος τοῦ λεία, λάφυρον, τὸ δι’ ἁρπαγῆς λαμβανόμενον, τὸ πλεῖστον ἐπὶ κτηνῶν, ληίδα δ’ ἐκ πεδίου συνελάσσαμεν..., πεντήκοντα βοῶν ἀγέλας, τόσα πώεα οἰῶν, τόσσα συῶν συβόσια, τόσ’ αἰπόλια πλατέ’ αἰγῶν, ἵππους δέ... Ἰλ. Λ. 677, πρβλ. Ξεν. Λακ. 13, 11· ἀκολούθως ἐπὶ παντὸς εἴδους λείας, Ἰλ. Ι. 138., Σ. 327, Ὀδ. Κ. 41 κατὰ ληίδα πλαζόμενοι Γ. 107· - παρ’ Αἰσχύλ Θήβ. 331, = αἰχμαλωσία, ἀντὶ αἰχμάλωτοι, ἴδε Πινδ. ἐν τόπῳ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 695· πρβλ. ληιάς. 2) ἄνευ ἐννοίας τινὸς λῃστεύσεως ἢ λαφυραγωγήσεως, = κτήνη ἴδια, ἀγέλη, περιουσία εἰς κτήνη, ληίδ’ ἀέξειν βουκολίας τ’ ἀγέλας τε καὶ αἰπόλια πλατέ’ αἰγῶν Ἡσ. Θ. 444, πρβλ. Θεόκρ. 25. 97, Ἰακ. Ἀνθ. ΙΙ. σ. 330.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ληΐς, -ίδος, δωρ. τ. λαΐς, ἡ (Α)
(επικ. του λεία)
1. αυτό που λαμβάνεται με αρπαγή, η λεία, το λάφυρο
2. (χωρίς την έννοια λαφυραγώγησης) αγέλες, ποίμνια («ληΐδος ἐρχομένης, στείνοντο... πίονες ἀγροὶ μυκηθμῷ», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱF-ιδ- (βλ. λεία και απο-λαύω)].
Middle Liddell
ληίς, δοριξ λᾱίς, ίδος [epic for λεία,]
booty, spoil, Hom., etc.; mostly of cattle, Il.; and without notion of plunder, cattle, stock, Hes., Theocr.
Mantoulidis Etymological
ἐπικός τύπος τοῦ λεία. Ἔχει σχέση μέ τό ἀπολαύω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ληίζομαι.