οἰνοχοεύω: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_15) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oinochoeyo | |Transliteration C=oinochoeyo | ||
|Beta Code=oi)noxoeu/w | |Beta Code=oi)noxoeu/w | ||
|Definition= | |Definition=Od.21.142; part.<br><span class="bld">A</span> -εύων 1.143; inf. -εύειν Il.2.127,20.234: but Hom. forms obl. tenses from οἰνοχο-χοέω, Ep. 3sg. impf. οἰνοχόει Od.15.141, ἐῳνοχόει Il.4.3: aor. inf. οἰνοχοῆσαι Od.15.323, Sapph.51.2: later in pres., Pherecr.70.5, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.3.8, Ph.2.479; part. -οοῦσα ''IG''22.1514.32, Aeol. -όεισα Sapph.5 (-οεῦσα codd. Ath.): fut. -ήσω X.l.c.:—Med. -οούμενοι Ph.1.353:—[[pour out wine for drinking]], abs., Od.15.141,323, etc.; Διὶ οἰ. Il.20.234.<br><span class="bld">2</span> c. acc., <b class="b3">νέκταρ ἐῳνοχόει</b> she [[was pouring out]] nectar, 4.3; θεοῖς ἐνδέξια… οἰνοχόει… νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος ἀφύσσων Il.1.598: metaph., ἄκρατον τοῖς πολίταις ἐλευθερίαν οἰ. Plu.''Per.''7; ὕμνους Dionys.Eleg.4.1:—Pass., οἰνοχοεῖται ἐπινίκια Plu.2.349f.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">τὴν Κασταλίαν οἰνοχοῆσαι</b> [[cause]] Castaly [[to run with wine]], Philostr.''VA''6.10; <b class="b3">κρήνην -ήσας</b> [[mixing]] spring-water [[with wine]], Id.''Im.''1.22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> verser du vin τινί, à qqn;<br /><b>2</b> verser à boire (du nectar, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[οἰνοχόος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[οἰνοχοέω]], im praes., <i>Il</i>. 2.127, 20.234, <i>Od</i>. 21.142. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰνοχοεύω:''' Hom. = [[οἰνοχοέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰνοχοεύω''': Ὀδ. Φ. | |lstext='''οἰνοχοεύω''': Ὀδ. Φ. 142· μετοχ. -εύων Α. 143· ἀπαρ. εύειν, Ἰλ. Β. 127.. Υ. 234· ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. σχηματίζει τοὺς ἄλλους χρόνους ἐκ τοῦ [[οἰνοχοέω]], Ἐπικ. γ΄ ἑν. παρατ. οἰνοχόει καὶ [[ἐῳνοχόει]]· - ἀπαρ. ἀορ. οἰνοχοῆσαι Ὀδ. Ο. 323, Σαπφὼ 57· ὁ ἐνεστ. εἰς -έω ἀπαντᾷ παρὰ Φερεκράτει ἐν «Κοριαννοῖ» 4, Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, 8· μετοχ. -έουσα Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 34, Αἰολ. -οεῦσα ἢ -όεισα Σαπφὼ 5· μέλλ. -ήσω Ξεν. Κύρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐνεργῶ ὡς [[οἰνοχόος]], [[ἐγχέω]] [[οἶνον]] πρὸς πόσιν, ἀπολ., Ὀδ. Ο. 141, 323, κτλ. θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν οἰνοχόει Ἰλ. Α. 598, πρβλ. Ὀδ. Φ. 142· Διὶ οἰνοχοεύειν, Ἰλ. Υ. 234. 2) μετ’ αἰτ., [[νέκταρ]] [[ἐῳνοχόει]], ἐνέχεεν [[νέκταρ]], ὡς [[οἶνον]], «ἐκέρνα», Ἰλ. Δ. 3· μεταφ., οἰν. ἄκρατον τοῖς πολίταις ἐλευθερίαν Πλουτάρ. Περικλ. 7· ὕμνους Διονύσ. Χαλκ. παρ’ Ἀθην. 669Α. - Παθ., οἰνοχοεῖται ἐπινίκια Πλούτ. 2. 349F. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οἰνοχοεύω]] (Α) [[οινοχόος]]<br />[[οινοχοώ]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἰνοχοεύω:''' μόνο στον ενεστ. [[οἰνοχοέω]], σε Όμηρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[οἰνοχοεύω]], only in pres.] = [[οἰνοχοέω]], Hom.] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:12, 25 August 2023
English (LSJ)
Od.21.142; part.
A -εύων 1.143; inf. -εύειν Il.2.127,20.234: but Hom. forms obl. tenses from οἰνοχο-χοέω, Ep. 3sg. impf. οἰνοχόει Od.15.141, ἐῳνοχόει Il.4.3: aor. inf. οἰνοχοῆσαι Od.15.323, Sapph.51.2: later in pres., Pherecr.70.5, X.Cyr.1.3.8, Ph.2.479; part. -οοῦσα IG22.1514.32, Aeol. -όεισα Sapph.5 (-οεῦσα codd. Ath.): fut. -ήσω X.l.c.:—Med. -οούμενοι Ph.1.353:—pour out wine for drinking, abs., Od.15.141,323, etc.; Διὶ οἰ. Il.20.234.
2 c. acc., νέκταρ ἐῳνοχόει she was pouring out nectar, 4.3; θεοῖς ἐνδέξια… οἰνοχόει… νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος ἀφύσσων Il.1.598: metaph., ἄκρατον τοῖς πολίταις ἐλευθερίαν οἰ. Plu.Per.7; ὕμνους Dionys.Eleg.4.1:—Pass., οἰνοχοεῖται ἐπινίκια Plu.2.349f.
3 τὴν Κασταλίαν οἰνοχοῆσαι cause Castaly to run with wine, Philostr.VA6.10; κρήνην -ήσας mixing spring-water with wine, Id.Im.1.22.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
1 verser du vin τινί, à qqn;
2 verser à boire (du nectar, etc.).
Étymologie: οἰνοχόος.
German (Pape)
= οἰνοχοέω, im praes., Il. 2.127, 20.234, Od. 21.142.
Russian (Dvoretsky)
οἰνοχοεύω: Hom. = οἰνοχοέω.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοχοεύω: Ὀδ. Φ. 142· μετοχ. -εύων Α. 143· ἀπαρ. εύειν, Ἰλ. Β. 127.. Υ. 234· ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. σχηματίζει τοὺς ἄλλους χρόνους ἐκ τοῦ οἰνοχοέω, Ἐπικ. γ΄ ἑν. παρατ. οἰνοχόει καὶ ἐῳνοχόει· - ἀπαρ. ἀορ. οἰνοχοῆσαι Ὀδ. Ο. 323, Σαπφὼ 57· ὁ ἐνεστ. εἰς -έω ἀπαντᾷ παρὰ Φερεκράτει ἐν «Κοριαννοῖ» 4, Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, 8· μετοχ. -έουσα Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 34, Αἰολ. -οεῦσα ἢ -όεισα Σαπφὼ 5· μέλλ. -ήσω Ξεν. Κύρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐνεργῶ ὡς οἰνοχόος, ἐγχέω οἶνον πρὸς πόσιν, ἀπολ., Ὀδ. Ο. 141, 323, κτλ. θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν οἰνοχόει Ἰλ. Α. 598, πρβλ. Ὀδ. Φ. 142· Διὶ οἰνοχοεύειν, Ἰλ. Υ. 234. 2) μετ’ αἰτ., νέκταρ ἐῳνοχόει, ἐνέχεεν νέκταρ, ὡς οἶνον, «ἐκέρνα», Ἰλ. Δ. 3· μεταφ., οἰν. ἄκρατον τοῖς πολίταις ἐλευθερίαν Πλουτάρ. Περικλ. 7· ὕμνους Διονύσ. Χαλκ. παρ’ Ἀθην. 669Α. - Παθ., οἰνοχοεῖται ἐπινίκια Πλούτ. 2. 349F.
Greek Monolingual
οἰνοχοεύω (Α) οινοχόος
οινοχοώ.
Greek Monotonic
οἰνοχοεύω: μόνο στον ενεστ. οἰνοχοέω, σε Όμηρ.