χύτρινος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chytrinos | |Transliteration C=chytrinos | ||
|Beta Code=xu/trinos | |Beta Code=xu/trinos | ||
|Definition=η, ον, Ion. later κύθρ- | |Definition=η, ον, Ion. later κύθρ- Apollod.''Poliorc.''152.12,<br><span class="bld">A</span> [[of earthenware]]: Subst. <b class="b3">ὁ χ.</b>, = [[χύτρα]], Hp.''Mul.''2.133; κ. ὀστράκινοι Apollod. l. c.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">χύτρινοι ἀγῶνες</b> games at the festival <b class="b3">οἱ χύτροι</b> (v. [[χύτρος]] II.2), Philoch. 137. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χύτρῐνος''': -η, -ον, [[πήλινος]]· ὁ [[χύτρινος]] = [[χύτρα]], Ἱππ. 648. 53. 2) χύτρινοι ἀγῶνες, ἀγῶνες τελούμενοι ἐν τοῖς Χύτροις, Φιλόχορ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 218. | |lstext='''χύτρῐνος''': -η, -ον, [[πήλινος]]· ὁ [[χύτρινος]] = [[χύτρα]], Ἱππ. 648. 53. 2) χύτρινοι ἀγῶνες, ἀγῶνες τελούμενοι ἐν τοῖς Χύτροις, Φιλόχορ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 218. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ιων. τ. [[κύθρινος]], -ίνη, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[πήλινος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[χύτρινος]]<br />η [[χύτρα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «χύτρινοι ἀγῶνες» — οι αγώνες τών χύτρων, την [[τρίτη]] [[ημέρα]] των Ανθεστηρίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χύτρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[λίθινος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον, Ion. later κύθρ- Apollod.Poliorc.152.12,
A of earthenware: Subst. ὁ χ., = χύτρα, Hp.Mul.2.133; κ. ὀστράκινοι Apollod. l. c.
2 χύτρινοι ἀγῶνες games at the festival οἱ χύτροι (v. χύτρος II.2), Philoch. 137.
German (Pape)
[Seite 1385] ὁ, ion. κύθρινος, ein tiefes Loch in einem Flusse, Teiche, Sumpfe, eine Untiefe, ein Kolk, Sp., wie Arrian. peripl. töpfern, thönern, irden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χύτρῐνος: -η, -ον, πήλινος· ὁ χύτρινος = χύτρα, Ἱππ. 648. 53. 2) χύτρινοι ἀγῶνες, ἀγῶνες τελούμενοι ἐν τοῖς Χύτροις, Φιλόχορ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 218.
Greek Monolingual
και ιων. τ. κύθρινος, -ίνη, -ον, Α
1. πήλινος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χύτρινος
η χύτρα
3. φρ. «χύτρινοι ἀγῶνες» — οι αγώνες τών χύτρων, την τρίτη ημέρα των Ανθεστηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].