ἐπιφάνια: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(6_1)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιφάνια''': (ἐξυπ. [[ἱερά]]), τά: 1) τὰ [[γενέθλια]], ἡ [[γέννησις]] τοῦ Χριστοῦ, Ἐπιφ. Ι. (932Β) 336C, II, 828B, Χρυσ. ΙΙ. 458D, XI, 22B (ἴδε Θεοφάνια). 2) = [[θεοφάνια]], ἡ [[βάπτισις]] τοῦ Χριστοῦ, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 561C, Χρυσ. ΙΙ. (355Α) 459Β, Ἀποστ. Διατ. 8, 33, κλ.˙ πρβλ. Ἀθήν. 542Ε˙ ἴδε [[ἐπιφάνεια]] Ι.
|lstext='''ἐπιφάνια''': (ἐξυπ. [[ἱερά]]), τά: 1) τὰ [[γενέθλια]], ἡ [[γέννησις]] τοῦ Χριστοῦ, Ἐπιφ. Ι. (932Β) 336C, II, 828B, Χρυσ. ΙΙ. 458D, XI, 22B (ἴδε Θεοφάνια). 2) = [[θεοφάνια]], ἡ [[βάπτισις]] τοῦ Χριστοῦ, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 561C, Χρυσ. ΙΙ. (355Α) 459Β, Ἀποστ. Διατ. 8, 33, κλ.˙ πρβλ. Ἀθήν. 542Ε˙ ἴδε [[ἐπιφάνεια]] Ι.
}}
{{grml
|mltxt=τα (AM [[ἐπιφάνια]])<br /><b>εκκλ.</b><br /><b>1.</b> η [[μέρα]] της γεννήσεως του Χριστού<br /><b>2.</b> η [[μέρα]] της βαπτίσεως του Χριστού, η [[γιορτή]] τών Φώτων, τα [[Θεοφάνια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[επιφάνια]] (ενν. <i>ιερά</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>επιφάνιον</i><br />[[πρβλ]]. κύρ. όνομα <i>Επιφάνιος</i> ([[επιφανής]])<br />[[πρβλ]]. [[Θεοφάνια]] (<i>τα</i>) (<span style="color: red;"><</span> <i>Θεοφάνιον</i>), [[θεοξένια]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:01, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 998] τά, s. ἐπιφάνεια.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφάνια: (ἐξυπ. ἱερά), τά: 1) τὰ γενέθλια, ἡ γέννησις τοῦ Χριστοῦ, Ἐπιφ. Ι. (932Β) 336C, II, 828B, Χρυσ. ΙΙ. 458D, XI, 22B (ἴδε Θεοφάνια). 2) = θεοφάνια, ἡ βάπτισις τοῦ Χριστοῦ, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 561C, Χρυσ. ΙΙ. (355Α) 459Β, Ἀποστ. Διατ. 8, 33, κλ.˙ πρβλ. Ἀθήν. 542Ε˙ ἴδε ἐπιφάνεια Ι.

Greek Monolingual

τα (AM ἐπιφάνια)
εκκλ.
1. η μέρα της γεννήσεως του Χριστού
2. η μέρα της βαπτίσεως του Χριστού, η γιορτή τών Φώτων, τα Θεοφάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. επιφάνια (ενν. ιερά) < επιφάνιον
πρβλ. κύρ. όνομα Επιφάνιος (επιφανής)
πρβλ. Θεοφάνια (τα) (< Θεοφάνιον), θεοξένια].