προσεγγίζω: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(6_3) |
|||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proseggizo | |Transliteration C=proseggizo | ||
|Beta Code=proseggi/zw | |Beta Code=proseggi/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[bring near]], Luc.''Am.''53.<br><span class="bld">II</span> intr., [[approach]], AP 7.422 (Leon.), Philum.''Ven.''12.1; τοῖς τόποις [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.16; τοῖς τῆς ἀκμῆς ἰδιώμασι Herod.Med. ap. Orib.5.30.9; τινος Sch.[[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''585: abs., Plb.38.7.4, Ezek.''Exag.''96:—Med., Sch.[[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''439; [[πρός]] c.acc., ''Cat.Cod.Astr.''1.157. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0756.png Seite 756]] annähern, χείλη χείλεσι, Luc. amor. 53; intrans., sich nähern, τινί, Pol. 39, 1, 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0756.png Seite 756]] annähern, χείλη χείλεσι, Luc. amor. 53; intrans., sich nähern, τινί, Pol. 39, 1, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> approcher;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s'approcher de.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐγγίζω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-εγγίζω doen naderen, met acc. en dat.:; χείλη προσεγγίσας χείλεσιν lippen tegen lippen aan brengend [Luc.] 49.53; naderen, met dat.. AP 7.422.6. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσεγγίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[приближать]], [[сближать]] (χείλη χείλεσι Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[приближаться]], [[подходить]] (τινί Diod., NT, Anth.). | |||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[πρός]] and [[ἐγγίζω]]; to [[approach]] [[near]]: [[come]] [[nigh]]. | |||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=1st aorist infinitive προσεγγίσαι; to [[approach]] [[unto]] ([[πρός]], IV:1): [[with]] the dative of a [[person]] (cf. Winer's Grammar, § 52,4, 14), T Tr marginal [[reading]] WH προσενέγκαι). (The Sept.; [[Polybius]], Diodorus, Lucian). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ, [[προσεγγιάζω]] Α<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[κοντά]], [[κάνω]] [[κάτι]] να πλησιάσει [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «προσπάθησε να προσεγγίσει τα δύο [[άκρα]] του ελάσματος» β. «ἥρεμα χείλη προσεγγίσας χείλεσιν», Λουκ.)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[έρχομαι]] [[κοντά]], [[πλησιάζω]], [[ζυγώνω]] (α. «[[αύριο]] το [[διαστημόπλοιο]] θα προσεγγίσει τον Άρη» β. «[[ὥστε]] μηδένα δύνασθαι τοῖς τόποις προσεγγίζειν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) [[εισέρχομαι]] σε [[λιμάνι]], [[σταθμεύω]] («το [[πλοίο]] θα προσεγγίσει στην Τήνο, στη Μύκονο και στη Δήλο»)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) δεν [[απέχω]] πολύ, [[επίκειμαι]], [[κοντεύω]] («προσεγγίζουν οι εξετάσεις»)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[θέμα]], [[ζήτημα]], [[πρόβλημα]]) [[αντιμετωπίζω]], [[εξετάζω]], [[πραγματεύομαι]] («ο [[συγγραφέας]] προσεγγίζει την [[περίπτωση]] αυτή με ευρύ [[πνεύμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />έχω ερωτικές σχέσεις με κάποιον. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσεγγίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[πλησιάζω]], <i>τινί</i>, σε Ανθ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσεγγίζω''': [[φέρω]] πλησίον, Λουκ. Ἔρωτες 53. ΙΙ. ἀμεταβ., [[πλησιάζω]], τινὶ Ἀνθ. Π. 7. 422, Διόδ. 3. 16· τινὸς Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 588· ἀπολ., Πολύβ. 39. 1, 4. | |lstext='''προσεγγίζω''': [[φέρω]] πλησίον, Λουκ. Ἔρωτες 53. ΙΙ. ἀμεταβ., [[πλησιάζω]], τινὶ Ἀνθ. Π. 7. 422, Διόδ. 3. 16· τινὸς Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 588· ἀπολ., Πολύβ. 39. 1, 4. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. [[Attic]] ιῶ<br />to [[approach]], τινί Anth. | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':prosegg⋯zw 普羅士-恩居索<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':向著-近<br />'''字義溯源''':行近,近前,近,接近;由([[πρός]])=向著)與([[ἐγγίζω]])=靠近)組成;其中 ([[πρός]])出自([[πρό]])*=前),而 ([[ἐγγίζω]])出自([[ἐγγύς]])=近), ([[ἐγγύς]])又出自([[ἀγρυπνία]])X*=扼喉)。註:和合本以 ([[προσφέρω]])代替 ([[προσεγγίζω]])。參讀 ([[ἐγγίζω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(1);可(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 近(1) 可2:4 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:46, 15 November 2024
English (LSJ)
A bring near, Luc.Am.53.
II intr., approach, AP 7.422 (Leon.), Philum.Ven.12.1; τοῖς τόποις D.S.3.16; τοῖς τῆς ἀκμῆς ἰδιώμασι Herod.Med. ap. Orib.5.30.9; τινος Sch.E.Hec.585: abs., Plb.38.7.4, Ezek.Exag.96:—Med., Sch.E.Hec.439; πρός c.acc., Cat.Cod.Astr.1.157.
German (Pape)
[Seite 756] annähern, χείλη χείλεσι, Luc. amor. 53; intrans., sich nähern, τινί, Pol. 39, 1, 4.
French (Bailly abrégé)
1 tr. approcher;
2 intr. s'approcher de.
Étymologie: πρός, ἐγγίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-εγγίζω doen naderen, met acc. en dat.:; χείλη προσεγγίσας χείλεσιν lippen tegen lippen aan brengend [Luc.] 49.53; naderen, met dat.. AP 7.422.6.
Russian (Dvoretsky)
προσεγγίζω:
1 приближать, сближать (χείλη χείλεσι Luc.);
2 приближаться, подходить (τινί Diod., NT, Anth.).
English (Strong)
from πρός and ἐγγίζω; to approach near: come nigh.
English (Thayer)
1st aorist infinitive προσεγγίσαι; to approach unto (πρός, IV:1): with the dative of a person (cf. Winer's Grammar, § 52,4, 14), T Tr marginal reading WH προσενέγκαι). (The Sept.; Polybius, Diodorus, Lucian).
Greek Monolingual
ΝΜΑ, προσεγγιάζω Α
1. φέρνω κοντά, κάνω κάτι να πλησιάσει προς κάτι άλλο (α. «προσπάθησε να προσεγγίσει τα δύο άκρα του ελάσματος» β. «ἥρεμα χείλη προσεγγίσας χείλεσιν», Λουκ.)
2. (αμτβ.) έρχομαι κοντά, πλησιάζω, ζυγώνω (α. «αύριο το διαστημόπλοιο θα προσεγγίσει τον Άρη» β. «ὥστε μηδένα δύνασθαι τοῖς τόποις προσεγγίζειν», Διόδ.)
νεοελλ.
1. (για πλοίο) εισέρχομαι σε λιμάνι, σταθμεύω («το πλοίο θα προσεγγίσει στην Τήνο, στη Μύκονο και στη Δήλο»)
2. (για χρόνο) δεν απέχω πολύ, επίκειμαι, κοντεύω («προσεγγίζουν οι εξετάσεις»)
3. (σχετικά με θέμα, ζήτημα, πρόβλημα) αντιμετωπίζω, εξετάζω, πραγματεύομαι («ο συγγραφέας προσεγγίζει την περίπτωση αυτή με ευρύ πνεύμα»)
αρχ.
έχω ερωτικές σχέσεις με κάποιον.
Greek Monotonic
προσεγγίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, πλησιάζω, τινί, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
προσεγγίζω: φέρω πλησίον, Λουκ. Ἔρωτες 53. ΙΙ. ἀμεταβ., πλησιάζω, τινὶ Ἀνθ. Π. 7. 422, Διόδ. 3. 16· τινὸς Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 588· ἀπολ., Πολύβ. 39. 1, 4.
Middle Liddell
fut. Attic ιῶ
to approach, τινί Anth.
Chinese
原文音譯:prosegg⋯zw 普羅士-恩居索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向著-近
字義溯源:行近,近前,近,接近;由(πρός)=向著)與(ἐγγίζω)=靠近)組成;其中 (πρός)出自(πρό)*=前),而 (ἐγγίζω)出自(ἐγγύς)=近), (ἐγγύς)又出自(ἀγρυπνία)X*=扼喉)。註:和合本以 (προσφέρω)代替 (προσεγγίζω)。參讀 (ἐγγίζω)同義字
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 近(1) 可2:4