ἰθυωρίη: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ithyorii
|Transliteration C=ithyorii
|Beta Code=i)quwri/h
|Beta Code=i)quwri/h
|Definition=[<b class="b3">ῑθ], ἡ</b>, Ion. for <b class="b3">εὐθυωρία</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">direction, straightness</b>, of a limb, etc., <span class="bibl">Hp.<span class="title">Off.</span>15</span> (pl.), <span class="bibl"><span class="title">Fract.</span>30</span>, al.</span>
|Definition=[ῑθ], ἡ, Ion. for [[εὐθυωρία]], [[direction]], [[straightness]], of a limb, etc., Hp.''Off.''15 (pl.), ''Fract.''30, al.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰθυωρίη''': ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[εὐθυωρία]], ἡ φυσικὴ διεύθυνσις ἢ [[θέσις]] μέλους τινὸς τοῦ σώματος, κτλ., Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 746.
|lstext='''ἰθυωρίη''': ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[εὐθυωρία]], ἡ φυσικὴ διεύθυνσις ἢ [[θέσις]] μέλους τινὸς τοῦ σώματος, κτλ., Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 746.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰθυωρίη]], ἡ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> [[ευθυωρία]], [[φυσική]] ή φυσιολογική [[διεύθυνση]] ή [[θέση]] μέλους του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ευθυωρία]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθῠωρίη Medium diacritics: ἰθυωρίη Low diacritics: ιθυωρίη Capitals: ΙΘΥΩΡΙΗ
Transliteration A: ithyōríē Transliteration B: ithyōriē Transliteration C: ithyorii Beta Code: i)quwri/h

English (LSJ)

[ῑθ], ἡ, Ion. for εὐθυωρία, direction, straightness, of a limb, etc., Hp.Off.15 (pl.), Fract.30, al.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθυωρίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ εὐθυωρία, ἡ φυσικὴ διεύθυνσις ἢ θέσις μέλους τινὸς τοῦ σώματος, κτλ., Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 746.

Greek Monolingual

ἰθυωρίη, ἡ (Α)
ιων. τ. ευθυωρία, φυσική ή φυσιολογική διεύθυνση ή θέση μέλους του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ευθυωρία].