πηκτικός: Difference between revisions
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=piktikos | |Transliteration C=piktikos | ||
|Beta Code=phktiko/s | |Beta Code=phktiko/s | ||
|Definition= | |Definition=πηκτική, πηκτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[freezing]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 6.1.3: Comp., ib.5.14.3.<br><span class="bld">2</span> [[coagulating]], [[curdling]], γάλακτος Dsc.1.128. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πηκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων πῆξιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 3. | |lstext='''πηκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων πῆξιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[πηκτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πηκτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει [[πήξη]] με [[πάγωμα]], με [[ψύξη]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[πήξη]] ή που συντελεί στην [[πήξη]], στο [[πήξιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(βιοχ.)</b> [[χαρακτηρισμός]] οργανικών ουσιών οι οποίες αποτελούνται από γλυκίδια υψηλού μοριακού βάρους και συνδέονται με γαλακτάνες οι οποίες σχηματίζουν το κυτταρικό [[τοίχωμα]] της σάρκας και του περιβλήματος τών φυτικών σαρκωδών καρπών και με [[ενυδάτωση]] δίνουν γέλες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πηκτικοί παράγοντες» — συστατικά του αίματος, τα οποία, όταν το [[αίμα]] διαφεύγει από τα αιμοφόρα αγγεία —και υπό παθολογικές συνθήκες και [[μέσα]] στα αγγεία— προκαλούν, δρώντας διαδοχικά, την [[πήξη]] του, συστατικά από τα οποία γνωστότερα [[είναι]] το [[ινωδογόνο]], η [[προθρομβίνη]] και η αντιαιμοφιλική [[σφαιρίνη]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
πηκτική, πηκτικόν,
A freezing, Thphr. CP 6.1.3: Comp., ib.5.14.3.
2 coagulating, curdling, γάλακτος Dsc.1.128.
German (Pape)
[Seite 609] zum Verdicken, Gerinnen, Gefrierenmachen gehörig, geschickt, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πηκτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων πῆξιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 3.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πηκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πηκτός
1. αυτός που επιφέρει πήξη με πάγωμα, με ψύξη
2. αυτός που προκαλεί πήξη ή που συντελεί στην πήξη, στο πήξιμο
νεοελλ.
1. (βιοχ.) χαρακτηρισμός οργανικών ουσιών οι οποίες αποτελούνται από γλυκίδια υψηλού μοριακού βάρους και συνδέονται με γαλακτάνες οι οποίες σχηματίζουν το κυτταρικό τοίχωμα της σάρκας και του περιβλήματος τών φυτικών σαρκωδών καρπών και με ενυδάτωση δίνουν γέλες
2. φρ. «πηκτικοί παράγοντες» — συστατικά του αίματος, τα οποία, όταν το αίμα διαφεύγει από τα αιμοφόρα αγγεία —και υπό παθολογικές συνθήκες και μέσα στα αγγεία— προκαλούν, δρώντας διαδοχικά, την πήξη του, συστατικά από τα οποία γνωστότερα είναι το ινωδογόνο, η προθρομβίνη και η αντιαιμοφιλική σφαιρίνη.