διαβιόω: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
(6_14)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diavioo
|Transliteration C=diavioo
|Beta Code=diabio/w
|Beta Code=diabio/w
|Definition=fut. <b class="b3">-ώσομαι</b>: aor. 2 <b class="b3">-εβίων</b>, inf. <b class="b3">-βιῶναι</b> (also <b class="b3">-βιῶσαι· ζῆσαι</b>, Hsch.): pf. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -βεβίωκα <span class="bibl">Isoc.9.70</span>:—<b class="b2">live through, pass</b>, χρόνον <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>730c</span>; τὸν βίον <span class="bibl">Id.<span class="title">Men.</span>81b</span>; <b class="b3">τὸν ἐνθάδε χρόνον</b> Isoc.l.c.: abs., <b class="b2">spend one's whole life</b>, δ. δικαίως <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>526a</span>: c. part., μελετῶν διαβεβιωκέναι <span class="bibl">X.<span class="title">Ap.</span>3</span>, <span class="bibl"><span class="title">Mem.</span>4.8.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">survive</b>, <span class="bibl">Procop.<span class="title">Pers.</span>2.5</span>, al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b3">δ. ἀπὸ χρημάτων</b> <b class="b2">live</b> on, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Publ.</span>3</span>.</span>
|Definition=fut. -ώσομαι: aor. 2 -εβίων, inf. -βιῶναι (also -βιῶσαι· ζῆσαι, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]): pf.<br><span class="bld">A</span> -βεβίωκα Isoc.9.70:—[[live through]], [[pass]], χρόνον [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''730c; τὸν βίον Id.''Men.''81b; <b class="b3">τὸν ἐνθάδε χρόνον</b> Isoc.l.c.: abs., [[spend one's whole life]], δ. δικαίως [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 526a: c. part., μελετῶν διαβεβιωκέναι X.''Ap.''3, ''Mem.''4.8.4.<br><span class="bld">2</span> [[survive]], Procop.''Pers.''2.5, al.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">δ. ἀπὸ χρημάτων</b> [[live]] on, Plu.''Publ.''3.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. inf. διαβιῶναι E.<i>Fr</i>.1052.9, Pl.<i>Grg</i>.526a, part. διαβιούς X.<i>Mem</i>.4.8.2, Luc.<i>IConf</i>.17]<br /><b class="num">1</b> [[pasar la vida]] ἡ δ' εὐλάβεια ... τὸ διαβιῶναι μόνον ἀεὶ θηρωμένη E.l.c., c. constr. prep. ἐν ᾗ γὰρ ἂν ... διαβιῷ pues si (la música) en la que ha pasado la vida ocupado</i> Pl.<i>Lg</i>.802c, τοὺς δὲ ἀνθρώπους ἀθλίους ἐν σκοτεινῷ διαβιοῦν Luc.<i>DDeor</i>.14.2, ἐν ἰδιωτείᾳ διαβιοῦν I.<i>AI</i> 18.242, μετ' εὐνούχων καὶ παλλακῶν [[ἔνδον]] διαβιοῦντι D.Chr.4.113, c. adv. γενεαὶ διαβιοῦσαι πολλαὶ τοῦτον τὸν τρόπον Pl.<i>Lg</i>.679d, cf. Ael.<i>NA</i> 7.48, <i>TAM</i> 3(1).927.5 (Termeso, imper.), δικαίως διαβιῶναι Pl.l.c., cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.5.14.122, c. part. pred. del suj. ἐμαυτὸν οὕτω περιφράξας διαβιῶ Pl.<i>R</i>.365b, cf. <i>Grg</i>.473c, <i>Lg</i>.875b, οὐ γὰρ δοκῶ σοι ἀπολογεῖσθαι μελετῶν διαβεβιωκέναι; X.<i>Ap</i>.3, cf. <i>Mem</i>.4.8.4<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. τῶν δὲ χαλεπῶν [[ἄπειρος]] διαβιώσῃ X.<i>Mem</i>.2.1.23<br /><b class="num">•</b>c. ac. int. [[vivir]], [[pasar]] ὡς ὁσιώτατα διαβιῶναι τὸν βίον Pl.<i>Men</i>.81b, cf. <i>Lg</i>.662d, τὸν [[ἐνθάδε]] χρόνον εὐτυχέστερον καὶ θεοφιλέστερον ἐκείνων διαβεβίωκεν Isoc.9.70, cf. X.<i>Mem</i>.4.8.2, Luc.<i>IConf</i>.17, c. ac. y part. ἵνα ὡς πλεῖστον χρόνον ἀληθὴς ὢν διαβιοῖ Pl.<i>Lg</i>.730c, cf. Plu.2.660e<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent., c. ac. int. πάνυ μετρίως καὶ μουσικῶς διαβιώσεται τὸν βίον Arr.<i>Epict.Fr</i>.8.<br /><b class="num">2</b> [[vivir de]], [[mantenerse de]] c. giro prep. τὰ χρήματα καὶ τὰς οὐσίας ... ἀφ' ὧν διαβιώσονται Plu.<i>Publ</i>.3, c. dat. instrum. κεκολασμένῃ τροφῇ διαβιώσας Ael.<i>VH</i> 11.3.<br /><b class="num">3</b> [[sobrevivir]] ἐὰν δὲ διαβιώσῃ ἡμέραν μίαν ἦ δύο [[LXX]] <i>Ex</i>.21.21, cf. Plu.2.438b, Procop.<i>Pers</i>.2.5.33.
}}
{{bailly
|btext=[[διαβιῶ]] :<br />[[passer sa vie]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βιόω]].
}}
{{pape
|ptext=([[βιόω]]), <i>durch-, [[verleben]]</i>, ὡς πλεῖστον χρόνον Plat. <i>Legg</i>. V.730c; βίον <i>Men</i>. 81b; [[öfter]] [[absolut]], <i>sein ganzes [[Leben]] [[hinbringen]]</i>, z.B. [[δικαίως]] <i>Gorg</i>. 526a; Xen. <i>Mem</i>. 2.1.23; c. partic., δοκῶ τοῦτο μελετῶν διαβεβιωκέναι, ich glaube mein ganzes [[Leben]] [[hindurch]] [[darauf]] [[gedacht]] zu haben, Xen. <i>Apol</i>. 3; [[διαβιωτέον]] παίζοντα Plat. <i>Legg</i>. VII.803e; [[anders]] ἀφ' ὧν διαβιώσονται φεύγοντες Plut. <i>Poplic</i>. 3.
}}
{{elru
|elrutext='''διαβιόω:''' (тж. δ. τὸν βίον Isocr., Plat., Plut.)<br /><b class="num">1</b> [[проводить время или жизнь]], [[жить]] (ὡς ὁσιώτατα, [[δικαίως]], ἐν τῇ περὶ Μοῦσαν διατριβῇ Plat.; κακίᾳ λανθανούσῃ Plut.): τι или ποιεῖν τι μελετῶν διαβεβιωκέναι Xen. прожить жизнь в заботах о чем-л.;<br /><b class="num">2</b> [[жить]], [[кормиться]] ([[ἀπό]] τινος Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαβῐόω''': μέλλ. -ώσομαι, ἀόρ. β' -εβίων, ἀπαρ. -βιῶναι :- ζῶ [[μέχρι]] τέλους, [[διέρχομαι]] (ζῶν), χρόνον Πλάτ. Νόμ. 730C· βίον Ἰσοκρ. 203Β·- ἀπολ., δαπανῶ ὅλην μου τὴν ζωήν, δ. δικαίως, ὁσιώτατα Πλάτ. Γοργ. 526Α, Μένωνι 81Β· [[μετὰ]] μετοχ., μελετῶν διαβεβιωκέναι Ξεν. Ἀπολ. 3, πρβλ. Ἀπομν. 4. 8, 4· καὶ οὕτω ῥηματ. ἐπίθ., διαβιωτέον παίζοντα Πλάτ. Νόμ. 803Ε.
|lstext='''διαβῐόω''': μέλλ. -ώσομαι, ἀόρ. β' -εβίων, ἀπαρ. -βιῶναι:- ζῶ [[μέχρι]] τέλους, [[διέρχομαι]] (ζῶν), χρόνον Πλάτ. Νόμ. 730C· βίον Ἰσοκρ. 203Β·- ἀπολ., δαπανῶ ὅλην μου τὴν ζωήν, δ. δικαίως, ὁσιώτατα Πλάτ. Γοργ. 526Α, Μένωνι 81Β· μετὰ μετοχ., μελετῶν διαβεβιωκέναι Ξεν. Ἀπολ. 3, πρβλ. Ἀπομν. 4. 8, 4· καὶ οὕτω ῥηματ. ἐπίθ., διαβιωτέον παίζοντα Πλάτ. Νόμ. 803Ε.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαβιόω:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-εβίων</i>, απαρ. -[[βιῶναι]]· [[διάγω]], διαιτόμαι, [[διέρχομαι]], <i>χρόνον</i>, <i>βίον</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., περνώ ολόκληρη τη [[ζωή]] μου, στον ίδ., σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ώσομαι aor2 -εβίων inf. -[[βιῶναι]]<br />to [[live]] [[through]], [[pass]], χρόνον, βίον Plat., etc.:—absol. to [[spend]] one's [[whole]] [[life]], Plat., Xen.
}}
}}

Latest revision as of 13:05, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβῐόω Medium diacritics: διαβιόω Low diacritics: διαβιόω Capitals: ΔΙΑΒΙΟΩ
Transliteration A: diabióō Transliteration B: diabioō Transliteration C: diavioo Beta Code: diabio/w

English (LSJ)

fut. -ώσομαι: aor. 2 -εβίων, inf. -βιῶναι (also -βιῶσαι· ζῆσαι, Hsch.): pf.
A -βεβίωκα Isoc.9.70:—live through, pass, χρόνον Pl.Lg.730c; τὸν βίον Id.Men.81b; τὸν ἐνθάδε χρόνον Isoc.l.c.: abs., spend one's whole life, δ. δικαίως Pl.Grg. 526a: c. part., μελετῶν διαβεβιωκέναι X.Ap.3, Mem.4.8.4.
2 survive, Procop.Pers.2.5, al.
3 δ. ἀπὸ χρημάτων live on, Plu.Publ.3.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. inf. διαβιῶναι E.Fr.1052.9, Pl.Grg.526a, part. διαβιούς X.Mem.4.8.2, Luc.IConf.17]
1 pasar la vida ἡ δ' εὐλάβεια ... τὸ διαβιῶναι μόνον ἀεὶ θηρωμένη E.l.c., c. constr. prep. ἐν ᾗ γὰρ ἂν ... διαβιῷ pues si (la música) en la que ha pasado la vida ocupado Pl.Lg.802c, τοὺς δὲ ἀνθρώπους ἀθλίους ἐν σκοτεινῷ διαβιοῦν Luc.DDeor.14.2, ἐν ἰδιωτείᾳ διαβιοῦν I.AI 18.242, μετ' εὐνούχων καὶ παλλακῶν ἔνδον διαβιοῦντι D.Chr.4.113, c. adv. γενεαὶ διαβιοῦσαι πολλαὶ τοῦτον τὸν τρόπον Pl.Lg.679d, cf. Ael.NA 7.48, TAM 3(1).927.5 (Termeso, imper.), δικαίως διαβιῶναι Pl.l.c., cf. Clem.Al.Strom.5.14.122, c. part. pred. del suj. ἐμαυτὸν οὕτω περιφράξας διαβιῶ Pl.R.365b, cf. Grg.473c, Lg.875b, οὐ γὰρ δοκῶ σοι ἀπολογεῖσθαι μελετῶν διαβεβιωκέναι; X.Ap.3, cf. Mem.4.8.4
en v. med. mismo sent. τῶν δὲ χαλεπῶν ἄπειρος διαβιώσῃ X.Mem.2.1.23
c. ac. int. vivir, pasar ὡς ὁσιώτατα διαβιῶναι τὸν βίον Pl.Men.81b, cf. Lg.662d, τὸν ἐνθάδε χρόνον εὐτυχέστερον καὶ θεοφιλέστερον ἐκείνων διαβεβίωκεν Isoc.9.70, cf. X.Mem.4.8.2, Luc.IConf.17, c. ac. y part. ἵνα ὡς πλεῖστον χρόνον ἀληθὴς ὢν διαβιοῖ Pl.Lg.730c, cf. Plu.2.660e
en v. med. mismo sent., c. ac. int. πάνυ μετρίως καὶ μουσικῶς διαβιώσεται τὸν βίον Arr.Epict.Fr.8.
2 vivir de, mantenerse de c. giro prep. τὰ χρήματα καὶ τὰς οὐσίας ... ἀφ' ὧν διαβιώσονται Plu.Publ.3, c. dat. instrum. κεκολασμένῃ τροφῇ διαβιώσας Ael.VH 11.3.
3 sobrevivir ἐὰν δὲ διαβιώσῃ ἡμέραν μίαν ἦ δύο LXX Ex.21.21, cf. Plu.2.438b, Procop.Pers.2.5.33.

French (Bailly abrégé)

διαβιῶ :
passer sa vie.
Étymologie: διά, βιόω.

German (Pape)

(βιόω), durch-, verleben, ὡς πλεῖστον χρόνον Plat. Legg. V.730c; βίον Men. 81b; öfter absolut, sein ganzes Leben hinbringen, z.B. δικαίως Gorg. 526a; Xen. Mem. 2.1.23; c. partic., δοκῶ τοῦτο μελετῶν διαβεβιωκέναι, ich glaube mein ganzes Leben hindurch darauf gedacht zu haben, Xen. Apol. 3; διαβιωτέον παίζοντα Plat. Legg. VII.803e; anders ἀφ' ὧν διαβιώσονται φεύγοντες Plut. Poplic. 3.

Russian (Dvoretsky)

διαβιόω: (тж. δ. τὸν βίον Isocr., Plat., Plut.)
1 проводить время или жизнь, жить (ὡς ὁσιώτατα, δικαίως, ἐν τῇ περὶ Μοῦσαν διατριβῇ Plat.; κακίᾳ λανθανούσῃ Plut.): τι или ποιεῖν τι μελετῶν διαβεβιωκέναι Xen. прожить жизнь в заботах о чем-л.;
2 жить, кормиться (ἀπό τινος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διαβῐόω: μέλλ. -ώσομαι, ἀόρ. β' -εβίων, ἀπαρ. -βιῶναι:- ζῶ μέχρι τέλους, διέρχομαι (ζῶν), χρόνον Πλάτ. Νόμ. 730C· βίον Ἰσοκρ. 203Β·- ἀπολ., δαπανῶ ὅλην μου τὴν ζωήν, δ. δικαίως, ὁσιώτατα Πλάτ. Γοργ. 526Α, Μένωνι 81Β· μετὰ μετοχ., μελετῶν διαβεβιωκέναι Ξεν. Ἀπολ. 3, πρβλ. Ἀπομν. 4. 8, 4· καὶ οὕτω ῥηματ. ἐπίθ., διαβιωτέον παίζοντα Πλάτ. Νόμ. 803Ε.

Greek Monotonic

διαβιόω: μέλ. -ώσομαι, αόρ. βʹ -εβίων, απαρ. -βιῶναι· διάγω, διαιτόμαι, διέρχομαι, χρόνον, βίον, σε Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., περνώ ολόκληρη τη ζωή μου, στον ίδ., σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ώσομαι aor2 -εβίων inf. -βιῶναι
to live through, pass, χρόνον, βίον Plat., etc.:—absol. to spend one's whole life, Plat., Xen.