μετάχοιρον: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(6_22)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metachoiron
|Transliteration C=metachoiron
|Beta Code=meta/xoiron
|Beta Code=meta/xoiron
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">after-pig</b>, i. e. <b class="b2">the smallest, weakest of the litter</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>573b5</span>, <span class="bibl"><span class="title">GA</span>749a1</span>:—<b class="b3">μετάχοιρα</b> shd. be restored for <b class="b3">μετάχοιροι</b> in <span class="bibl">Poll.1.251</span>.</span>
|Definition=τό, [[after-pig]], i.e. [[the smallest]], [[weakest of the litter]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''573b5, ''GA''749a1:—[[μετάχοιρα]] should be restored for [[μετάχοιροι]] in Poll.1.251.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0157.png Seite 157]] τό, nachgeborenes Ferkel, Spätferkel, Arist. gen. an. 2 E. H. A. 6, 18. – Bei Poll. 1, 251 auch οἱ μετάχοιροι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0157.png Seite 157]] τό, nachgeborenes Ferkel, Spätferkel, Arist. gen. an. 2 E. H. A. 6, 18. – Bei Poll. 1, 251 auch οἱ μετάχοιροι.
}}
{{elru
|elrutext='''μετάχοιρον:''' τό поросенок-последыш Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετάχοιρον''': τό, τὸ ὀψίγονον [[χοιρίδιον]], δηλ. τὸ σμικρότατον καὶ ἀσθενέστατον τῶν χοιριδίων, ἐν δὲ τῇ κυήσει ὃ ἂν βλαφθῇ τῶν τέκνων καὶ τῷ μεγέθει πηρωθῇ καλεῖται [[μετάχοιρον]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 27, π. Ζ. Γεν. 2. 8. 24· - μετάχροια ἐπανορθωτέον ἀντὶ τοῦ μετάχοιροι παρὰ [[Πολυδ]]. Α΄, 251, πρβλ. ϛʹ, 55., Ζ΄, 187.
|lstext='''μετάχοιρον''': τό, τὸ ὀψίγονον [[χοιρίδιον]], δηλ. τὸ σμικρότατον καὶ ἀσθενέστατον τῶν χοιριδίων, ἐν δὲ τῇ κυήσει ὃ ἂν βλαφθῇ τῶν τέκνων καὶ τῷ μεγέθει πηρωθῇ καλεῖται [[μετάχοιρον]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 27, π. Ζ. Γεν. 2. 8. 24· - μετάχροια ἐπανορθωτέον ἀντὶ τοῦ μετάχοιροι παρὰ Πολυδ. Α΄, 251, πρβλ. ϛʹ, 55., Ζ΄, 187.
}}
{{grml
|mltxt=[[μετάχοιρον]], τὸ (Α)<br />το οψίγονο [[χοιρίδιο]], δηλ. το [[γουρουνάκι]] που γεννιέται τελευταίο και γι' αυτό [[είναι]] πολύ μικρό και ασθενικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χοῖρος]].
}}
}}

Latest revision as of 21:57, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάχοιρον Medium diacritics: μετάχοιρον Low diacritics: μετάχοιρον Capitals: ΜΕΤΑΧΟΙΡΟΝ
Transliteration A: metáchoiron Transliteration B: metachoiron Transliteration C: metachoiron Beta Code: meta/xoiron

English (LSJ)

τό, after-pig, i.e. the smallest, weakest of the litter, Arist.HA573b5, GA749a1:—μετάχοιρα should be restored for μετάχοιροι in Poll.1.251.

German (Pape)

[Seite 157] τό, nachgeborenes Ferkel, Spätferkel, Arist. gen. an. 2 E. H. A. 6, 18. – Bei Poll. 1, 251 auch οἱ μετάχοιροι.

Russian (Dvoretsky)

μετάχοιρον: τό поросенок-последыш Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μετάχοιρον: τό, τὸ ὀψίγονον χοιρίδιον, δηλ. τὸ σμικρότατον καὶ ἀσθενέστατον τῶν χοιριδίων, ἐν δὲ τῇ κυήσει ὃ ἂν βλαφθῇ τῶν τέκνων καὶ τῷ μεγέθει πηρωθῇ καλεῖται μετάχοιρον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 27, π. Ζ. Γεν. 2. 8. 24· - μετάχροια ἐπανορθωτέον ἀντὶ τοῦ μετάχοιροι παρὰ Πολυδ. Α΄, 251, πρβλ. ϛʹ, 55., Ζ΄, 187.

Greek Monolingual

μετάχοιρον, τὸ (Α)
το οψίγονο χοιρίδιο, δηλ. το γουρουνάκι που γεννιέται τελευταίο και γι' αυτό είναι πολύ μικρό και ασθενικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + χοῖρος.