ἐξυπανίστημι: Difference between revisions
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksypanistimi | |Transliteration C=eksypanistimi | ||
|Beta Code=e)cupani/sthmi | |Beta Code=e)cupani/sthmi | ||
|Definition=only in intr. aor. 2, <b class="b3">σμῶδιξ μεταφρένου ἐξυπανέστη</b> a weal | |Definition=only in intr. aor. 2, <b class="b3">σμῶδιξ μεταφρένου ἐξυπανέστη</b> a weal [[started up from under]] the skin of the back, Il.2.267, cf. Pythag. ap. Porph.''VP''40. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξυπανίστημι''': μόνον ἐν τῷ ἀμεταβ. ἀορ., σμῶδιξ δ’ αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη, «[[οἴδημα]] δὲ ὕφαιμον [[ἔνδοθεν]] τοῦ μεταφρένου [[αὐτοῦ]] ἐξωγκώθη» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Β. 267. | |lstext='''ἐξυπανίστημι''': μόνον ἐν τῷ ἀμεταβ. ἀορ., σμῶδιξ δ’ αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη, «[[οἴδημα]] δὲ ὕφαιμον [[ἔνδοθεν]] τοῦ μεταφρένου [[αὐτοῦ]] ἐξωγκώθη» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Β. 267. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=only aor. 2 intrans., [[σμῶδιξ]] μεταφρένου, started up [[from]] (on) his [[back]] [[under]] the blows of the [[staff]], Il. 2.267†. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξυπανίστημι]] (Α)<br />υψώνομαι [[προς]] τα [[πάνω]], εξογκώνομαι. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξυπανίστημι:''' μόνο σε αμτβ. αόρ. βʹ, [[σμῶδιξ]] μεταφρένου ἐξυπανέστη, [[οίδημα]] που εμφανίστηκε [[κάτω]] από το [[δέρμα]] της [[πλάτης]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=only in intr. aor2<br />[[σμῶδιξ]] μεταφρένου ἐξυπανέστη a [[weal]] started up from under the [[skin]] of the [[back]], Il. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
only in intr. aor. 2, σμῶδιξ μεταφρένου ἐξυπανέστη a weal started up from under the skin of the back, Il.2.267, cf. Pythag. ap. Porph.VP40.
German (Pape)
[Seite 890] Il. 2, 267 σμῶδιξ μεταφρένου ἐξυπανέστη, ein Striemen erhob sich unter der Haut zwischen den Schultern.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξυπανίστημι: μόνον ἐν τῷ ἀμεταβ. ἀορ., σμῶδιξ δ’ αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη, «οἴδημα δὲ ὕφαιμον ἔνδοθεν τοῦ μεταφρένου αὐτοῦ ἐξωγκώθη» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Β. 267.
English (Autenrieth)
only aor. 2 intrans., σμῶδιξ μεταφρένου, started up from (on) his back under the blows of the staff, Il. 2.267†.
Greek Monolingual
ἐξυπανίστημι (Α)
υψώνομαι προς τα πάνω, εξογκώνομαι.
Greek Monotonic
ἐξυπανίστημι: μόνο σε αμτβ. αόρ. βʹ, σμῶδιξ μεταφρένου ἐξυπανέστη, οίδημα που εμφανίστηκε κάτω από το δέρμα της πλάτης, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
only in intr. aor2
σμῶδιξ μεταφρένου ἐξυπανέστη a weal started up from under the skin of the back, Il.