ὑδρευτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ydreftikos
|Transliteration C=ydreftikos
|Beta Code=u(dreutiko/s
|Beta Code=u(dreutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for watering</b>, ὄργανα Alex.Polyh. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>9.27</span>.</span>
|Definition=ὑδρευτική, ὑδρευτικόν, of or for [[watering]], ὄργανα Alex.Polyh. ap. Eus.''PE''9.27.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδρευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὕδρευσιν, ὄργανα Ἀλέξ. Πολυΐστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 432Β.
|lstext='''ὑδρευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὕδρευσιν, ὄργανα Ἀλέξ. Πολυΐστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 432Β.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑδρευτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑδρευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύδρευση («υδρευτικό [[δίκτυο]]»)<br /><b>2.</b> ο [[χρήσιμος]] ή ο [[κατάλληλος]] για ύδρευση<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρδευτικός]].
}}
}}

Latest revision as of 11:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρευτικός Medium diacritics: ὑδρευτικός Low diacritics: υδρευτικός Capitals: ΥΔΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hydreutikós Transliteration B: hydreutikos Transliteration C: ydreftikos Beta Code: u(dreutiko/s

English (LSJ)

ὑδρευτική, ὑδρευτικόν, of or for watering, ὄργανα Alex.Polyh. ap. Eus.PE9.27.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὕδρευσιν, ὄργανα Ἀλέξ. Πολυΐστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 432Β.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑδρευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑδρευτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύδρευση («υδρευτικό δίκτυο»)
2. ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για ύδρευση
αρχ.
αρδευτικός.