καταγογγύζω: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
(6_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katagoggyzo
|Transliteration C=katagoggyzo
|Beta Code=katagoggu/zw
|Beta Code=katagoggu/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">murmur against</b>, τινος <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Ma.</span>11.39</span>.</span>
|Definition=[[murmur against]], τινος [[LXX]] ''1 Ma.''11.39.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταγογγύζω''': [[γογγύζω]] [[ἐναντίον]] τινός, καταγογγύζουσι τοῦ Δημητρίου Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΑ΄, 39). ― Παθ., κατεγογγύσθη ὡς οἱ κλέπτοντες καὶ νοσφιζόμενοι Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 748C, κλ.
|lstext='''καταγογγύζω''': [[γογγύζω]] [[ἐναντίον]] τινός, καταγογγύζουσι τοῦ Δημητρίου Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΑ΄, 39). ― Παθ., κατεγογγύσθη ὡς οἱ κλέπτοντες καὶ νοσφιζόμενοι Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 748C, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταγογγύζω]] (AM)<br />[[μουρμουρίζω]] με [[δυσφορία]] [[εναντίον]] κάποιου, [[επιπλήττω]] κάποιον («καταγογγύζουσι τοῦ Δημητρίου», ΠΔ).
}}
}}

Latest revision as of 12:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγογγύζω Medium diacritics: καταγογγύζω Low diacritics: καταγογγύζω Capitals: ΚΑΤΑΓΟΓΓΥΖΩ
Transliteration A: katagongýzō Transliteration B: katagongyzō Transliteration C: katagoggyzo Beta Code: katagoggu/zw

English (LSJ)

murmur against, τινος LXX 1 Ma.11.39.

German (Pape)

[Seite 1343] gegen Einen murren, Sp., wie Ios., τινός.

Greek (Liddell-Scott)

καταγογγύζω: γογγύζω ἐναντίον τινός, καταγογγύζουσι τοῦ Δημητρίου Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΑ΄, 39). ― Παθ., κατεγογγύσθη ὡς οἱ κλέπτοντες καὶ νοσφιζόμενοι Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 748C, κλ.

Greek Monolingual

καταγογγύζω (AM)
μουρμουρίζω με δυσφορία εναντίον κάποιου, επιπλήττω κάποιον («καταγογγύζουσι τοῦ Δημητρίου», ΠΔ).