μεμύλληκε: Difference between revisions

(6_4)
 
m (LSJ2 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μεμύλληκε
|Medium diacritics=μεμύλληκε
|Low diacritics=μεμύλληκε
|Capitals=ΜΕΜΥΛΛΗΚΕ
|Transliteration A=memýllēke
|Transliteration B=memyllēke
|Transliteration C=memyllike
|Beta Code=memu/llhke
|Definition=[[διέστραπται]], [[συνέστραπται]], Hsch.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεμύλληκε''': «διέστραπται, συνέστραπται» Ἡσύχ.
|lstext='''μεμύλληκε''': «διέστραπται, συνέστραπται» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεμύλληκε]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «διέστραπται, συνέστραπται».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρακμ. του ρ. <i>μυλλῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 31 January 2021

English (LSJ)

διέστραπται, συνέστραπται, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μεμύλληκε: «διέστραπται, συνέστραπται» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μεμύλληκε (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «διέστραπται, συνέστραπται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. του ρ. μυλλῶ].