ἐξανθρακόω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source
(6_14)
mNo edit summary
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksanthrakoo
|Transliteration C=eksanthrakoo
|Beta Code=e)canqrako/w
|Beta Code=e)canqrako/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">burn to ashes</b>, Ion Trag.28.</span>
|Definition=[[burn to ashes]], Ion Trag.28.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἐξανθρᾰκόω)<br />[[convertir en carbón]], [[carbonizar]] ἐξανθρακώσας πυθμέν' εὔκηλον δρυός convirtiendo en carbón la raíz de una encina fácilmente combustible</i> Io <i>Trag</i>.28, en v. pas. λίθοι ... οὓς ἐπειδὰν διαθερμάνῃ ὁ ἥλιος ἐξανθρακοῦνται <i>Par.Pal</i>.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξανθρᾰκόω''': μέλλ. -ώσω, [[καίω]] τι ἕως οὗ μεταβληθῇ εἰς ἄνθρακα, Ἐτυμ. Μ. 392. 11.
|lstext='''ἐξανθρᾰκόω''': μέλλ. -ώσω, [[καίω]] τι ἕως οὗ μεταβληθῇ εἰς ἄνθρακα, Ἐτυμ. Μ. 392. 11.
}}
{{grml
|mltxt=(Α ἐξανθρακῶ, [[ἐξανθρακόω]])<br />καίγοντας [[κάτι]] το [[μεταβάλλω]] σε άνθρακα, σε [[κάρβουνο]], [[απανθρακώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> [[αφαιρώ]] τον άνθρακα που περιέχεται σε μια [[ουσία]].
}}
}}

Latest revision as of 05:07, 9 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανθρᾰκόω Medium diacritics: ἐξανθρακόω Low diacritics: εξανθρακόω Capitals: ΕΞΑΝΘΡΑΚΟΩ
Transliteration A: exanthrakóō Transliteration B: exanthrakoō Transliteration C: eksanthrakoo Beta Code: e)canqrako/w

English (LSJ)

burn to ashes, Ion Trag.28.

Spanish (DGE)

(ἐξανθρᾰκόω)
convertir en carbón, carbonizar ἐξανθρακώσας πυθμέν' εὔκηλον δρυός convirtiendo en carbón la raíz de una encina fácilmente combustible Io Trag.28, en v. pas. λίθοι ... οὓς ἐπειδὰν διαθερμάνῃ ὁ ἥλιος ἐξανθρακοῦνται Par.Pal.8.

German (Pape)

[Seite 869] ganz zu Kohlen brennen, Ion frg. bei E. M. 392, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανθρᾰκόω: μέλλ. -ώσω, καίω τι ἕως οὗ μεταβληθῇ εἰς ἄνθρακα, Ἐτυμ. Μ. 392. 11.

Greek Monolingual

(Α ἐξανθρακῶ, ἐξανθρακόω)
καίγοντας κάτι το μεταβάλλω σε άνθρακα, σε κάρβουνο, απανθρακώνω
νεοελλ.
χημ. αφαιρώ τον άνθρακα που περιέχεται σε μια ουσία.