δειλόφθονος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
(6_19) |
(8) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δειλόφθονος''': -ου, φθονερὸς καὶ δειλὸς ἅμα, Πολέμ. Φυσ. σ. 210. (ἀμφίβολ.). | |lstext='''δειλόφθονος''': -ου, φθονερὸς καὶ δειλὸς ἅμα, Πολέμ. Φυσ. σ. 210. (ἀμφίβολ.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δειλόφθονος]], -ον (Α)<br />ο [[δειλός]] και [[φθονερός]] [[συνάμα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:41, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
δειλόφθονος: -ου, φθονερὸς καὶ δειλὸς ἅμα, Πολέμ. Φυσ. σ. 210. (ἀμφίβολ.).
Greek Monolingual
δειλόφθονος, -ον (Α)
ο δειλός και φθονερός συνάμα.