κανίδιον: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(6_21) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=κανίδιον | |||
|Medium diacritics=κανίδιον | |||
|Low diacritics=κανίδιον | |||
|Capitals=ΚΑΝΙΔΙΟΝ | |||
|Transliteration A=kanídion | |||
|Transliteration B=kanidion | |||
|Transliteration C=kanidion | |||
|Beta Code=kani/dion | |||
|Definition=τό, [[little basket]] (unless = [[κνίδιον]]), PPar. Wess. p. 245, ''Sammelb.'' 7243.12 (iv AD). | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κανίδιον''': τό, [[εἶδος]] μέτρου ἐν Αἰγύπτῳ, κανίδια οἴνου ΡΡW σ. 151. 677, 8. 860. | |lstext='''κανίδιον''': τό, [[εἶδος]] μέτρου ἐν Αἰγύπτῳ, κανίδια οἴνου ΡΡW σ. 151. 677, 8. 860. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κανίδιον]], τὸ (Α)<br /><b>πάπ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[καλάθι]], [[κάνιστρο]]<br /><b>2.</b> [[δοχείο]] που χρησιμοποιούσαν και ως [[μέτρο]] χωρητικότητας στην Αίγυπτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάνεον]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] ([[πρβλ]]. [[καπρίδιον]], [[χοιρίδιον]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:50, 24 August 2021
English (LSJ)
τό, little basket (unless = κνίδιον), PPar. Wess. p. 245, Sammelb. 7243.12 (iv AD).
Greek (Liddell-Scott)
κανίδιον: τό, εἶδος μέτρου ἐν Αἰγύπτῳ, κανίδια οἴνου ΡΡW σ. 151. 677, 8. 860.
Greek Monolingual
κανίδιον, τὸ (Α)
πάπ.
1. μικρό καλάθι, κάνιστρο
2. δοχείο που χρησιμοποιούσαν και ως μέτρο χωρητικότητας στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. καπρίδιον, χοιρίδιον)].