παρεκβολή: Difference between revisions
τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parekvoli | |Transliteration C=parekvoli | ||
|Beta Code=parekbolh/ | |Beta Code=parekbolh/ | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[digression]], lamb.''Bab.''8.<br><span class="bld">II</span> [[compilation of a set of critical remarks]], as those of Eust. on Homer, Pindar, and Dionysius Periegeta, cf. eund. ad D.P.426; <b class="b3">παρεκβολαὶ διαφόρων γραμματικῶν</b>, title of Sch.D.T. in ''Cod.BMus.Add.''5118. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεκβολή''': ἡ, συλλογὴ κριτικῶν σημειώσεων, οἷαι αἱ τοῦ Εὐσταθίου παρεκβολαὶ εἰς Ὅμηρον, - [[ἐπιτομή]], Μαρκελλῖνος ἐν βίῳ Θουκ.: - [[ἐντεῦθεν]] παρεκβολικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς παρεκβολὴν ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς αὐτήν, Εὐστ. Πονημάτ. 60. 87. | |lstext='''παρεκβολή''': ἡ, συλλογὴ κριτικῶν σημειώσεων, οἷαι αἱ τοῦ Εὐσταθίου παρεκβολαὶ εἰς Ὅμηρον, - [[ἐπιτομή]], Μαρκελλῖνος ἐν βίῳ Θουκ.: - [[ἐντεῦθεν]] παρεκβολικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς παρεκβολὴν ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς αὐτήν, Εὐστ. Πονημάτ. 60. 87. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[παρεκβάλλω]]<br /><b>1.</b> [[παρέκβαση]], [[απομάκρυνση]], [[παρέκκλιση]]<br /><b>2.</b> [[συμπίληση]], [[συλλογή]] κριτικών σημειώσεων, [[επιτομή]] («Εὐσταθίου παρεκβολαὶ εἰς Ὅμηρον»). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A digression, lamb.Bab.8.
II compilation of a set of critical remarks, as those of Eust. on Homer, Pindar, and Dionysius Periegeta, cf. eund. ad D.P.426; παρεκβολαὶ διαφόρων γραμματικῶν, title of Sch.D.T. in Cod.BMus.Add.5118.
German (Pape)
[Seite 513] ἡ, Auswahl und Zusammenstellung der Anmerkungen Anderer über einen Schriftsteller, Sp., wie Eust. seinen Commentar zu Homer nennt.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκβολή: ἡ, συλλογὴ κριτικῶν σημειώσεων, οἷαι αἱ τοῦ Εὐσταθίου παρεκβολαὶ εἰς Ὅμηρον, - ἐπιτομή, Μαρκελλῖνος ἐν βίῳ Θουκ.: - ἐντεῦθεν παρεκβολικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς παρεκβολὴν ἢ ὅμοιος πρὸς αὐτήν, Εὐστ. Πονημάτ. 60. 87.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ παρεκβάλλω
1. παρέκβαση, απομάκρυνση, παρέκκλιση
2. συμπίληση, συλλογή κριτικών σημειώσεων, επιτομή («Εὐσταθίου παρεκβολαὶ εἰς Ὅμηρον»).