ἐριβρύχης: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erivrychis
|Transliteration C=erivrychis
|Beta Code=e)ribru/xhs
|Beta Code=e)ribru/xhs
|Definition=[ῡ], ου, Ep. εω, ὁ, = sq., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ταῦρος <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>832</span> ; σῦς <span class="bibl">B.5.116</span> ; <b class="b3">πόντος, λέων</b>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>1.476</span>, <span class="bibl">709</span>.</span>
|Definition=ἐριβρύχου, Ep. εω, ὁ, = [[ἐρίβρυχος]] ([[loud-bellowing]], [[loud-braying]]), [[ταῦρος]] Hes. ''Th.'' 832 ; [[σῦς]] B. 5.116 ; [[πόντος]], [[λέων]], Oppian. ''H.'' 1.476, 709.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1028.png Seite 1028]] ὁ, = Folgdm, [[ταῦρος]] Hes. Th. 832; [[πόντος]], [[λέων]], Opp. H. 1, 476. 709.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐριβρύχης:''' ου () ὁ [[громко ревущий]] ([[ταῦρος]] Hes.).
}}
{{ls
|lstext='''ἐριβρύχης''': ῡ, γεν. -ου, Ἐπικ. -εω, ὁ, = τῷ ἑπομ., ταύρου ἐριβρυχέω [[μένος]] ἄσχετον Ἡσ. Θ. 832· σῦς ἐριβρύχας Βακχυλ. 5. 116 (ἔκδ. Blass)· [[πόντος]], [[λέων]] Ὀππ. Ἁλ. 1. 476. 709.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐριβρύχης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρυχάται ισχυρά («ταύρου έριβρυχέω [[μένος]] ἄσχετον», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για το [[πέλαγος]]) («πόντον ἐριβρύχην» — τη [[θάλασσα]] που βρυχάται, που μουγκρίζει, Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>βρύχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρυχώμαι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐριβρύχης:''' [ῡ], γεν. <i>-ου</i>, Επικ. <i>-εω</i>, <i>ὁ</i>, = το επόμ., σε Ησίοδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt== ἐρίβρῡχος, Hes.]
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριβρύχης Medium diacritics: ἐριβρύχης Low diacritics: εριβρύχης Capitals: ΕΡΙΒΡΥΧΗΣ
Transliteration A: eribrýchēs Transliteration B: eribrychēs Transliteration C: erivrychis Beta Code: e)ribru/xhs

English (LSJ)

ἐριβρύχου, Ep. εω, ὁ, = ἐρίβρυχος (loud-bellowing, loud-braying), ταῦρος Hes. Th. 832 ; σῦς B. 5.116 ; πόντος, λέων, Oppian. H. 1.476, 709.

German (Pape)

[Seite 1028] ὁ, = Folgdm, ταῦρος Hes. Th. 832; πόντος, λέων, Opp. H. 1, 476. 709.

Russian (Dvoretsky)

ἐριβρύχης: ου (ῡ) ὁ громко ревущий (ταῦρος Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐριβρύχης: ῡ, γεν. -ου, Ἐπικ. -εω, ὁ, = τῷ ἑπομ., ταύρου ἐριβρυχέω μένος ἄσχετον Ἡσ. Θ. 832· σῦς ἐριβρύχας Βακχυλ. 5. 116 (ἔκδ. Blass)· πόντος, λέων Ὀππ. Ἁλ. 1. 476. 709.

Greek Monolingual

ἐριβρύχης, ὁ (Α)
1. αυτός που βρυχάται ισχυρά («ταύρου έριβρυχέω μένος ἄσχετον», Ησίοδ.)
2. μτφ. (για το πέλαγος) («πόντον ἐριβρύχην» — τη θάλασσα που βρυχάται, που μουγκρίζει, Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -βρύχης (< βρυχώμαι)].

Greek Monotonic

ἐριβρύχης: [ῡ], γεν. -ου, Επικ. -εω, , = το επόμ., σε Ησίοδ.

Middle Liddell

= ἐρίβρῡχος, Hes.]