ἀπαραλόγιστος: Difference between revisions
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aparalogistos | |Transliteration C=aparalogistos | ||
|Beta Code=a)paralo/gistos | |Beta Code=a)paralo/gistos | ||
|Definition= | |Definition=ἀπαραλόγιστον,<br><span class="bld">A</span> [[not to be deceived]], τῶν καθηκόντων τήρησις Hierocl.''in CA''10p.437M.; [[not liable to error]], Nicom.''Harm.''6. Adv. [[ἀπαραλογίστως]] = [[undoubtedly]], Ruf. ap. Orib.45.30.55.<br><span class="bld">II</span> Act., [[not deceiving]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἀπαράσημον]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no puede ser engañado]] πῶς ἂν ἀ. εἴη; ¿cómo podría no ser engañado?</i> Aristeas 275, del daimon particular, Arr.<i>Epict</i>.1.14.12, τὸ θεῖον Aesop.36.3, de Dios <i>Const.App</i>.8.11.6, τῶν καθηκόντων ... τήρησις Hierocl.<i>in CA</i> 10.22.<br /><b class="num">2</b> [[que no se equivoca]], [[infalible]] [[ἀπαραλόγιστος]] ἡ τοῦ θεοῦ ψῆφος εἰς τὸ δικαιότατον κρῖμα Clem.Al.<i>Strom</i>.7.3.20, [[δικαστής]] Basil.M.31.296B.<br /><b class="num">II</b> [[no engañoso]] Hsch.s.u. ἀπαράσημον.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[sin posibilidad de error]] Ruf. en Orib.45.30.55, <i>Const.App</i>.2.25.13. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαραλόγιστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀπατήσῃ, Ἰαμβλ. [[βίος]] Πυθ. 115. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀποστ. Διατ. 2. 25, σ. 240, 31. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἀπατῶν, Κύριλλ. 98D, «ἀπαραλόγιστον· ἀψευδές, ἀληθὲς» Ἡσύχ. | |lstext='''ἀπαραλόγιστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀπατήσῃ, Ἰαμβλ. [[βίος]] Πυθ. 115. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀποστ. Διατ. 2. 25, σ. 240, 31. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἀπατῶν, Κύριλλ. 98D, «ἀπαραλόγιστον· ἀψευδές, ἀληθὲς» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀπαραλόγιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν μπορεί να τον εξαπατήσει [[κάποιος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀπαραλόγιστον,
A not to be deceived, τῶν καθηκόντων τήρησις Hierocl.in CA10p.437M.; not liable to error, Nicom.Harm.6. Adv. ἀπαραλογίστως = undoubtedly, Ruf. ap. Orib.45.30.55.
II Act., not deceiving, Hsch. s.v. ἀπαράσημον.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no puede ser engañado πῶς ἂν ἀ. εἴη; ¿cómo podría no ser engañado? Aristeas 275, del daimon particular, Arr.Epict.1.14.12, τὸ θεῖον Aesop.36.3, de Dios Const.App.8.11.6, τῶν καθηκόντων ... τήρησις Hierocl.in CA 10.22.
2 que no se equivoca, infalible ἀπαραλόγιστος ἡ τοῦ θεοῦ ψῆφος εἰς τὸ δικαιότατον κρῖμα Clem.Al.Strom.7.3.20, δικαστής Basil.M.31.296B.
II no engañoso Hsch.s.u. ἀπαράσημον.
III adv. -ως sin posibilidad de error Ruf. en Orib.45.30.55, Const.App.2.25.13.
German (Pape)
[Seite 279] nicht zu täuschen, Aesop. 16; nicht täuschend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαραλόγιστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀπατήσῃ, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 115. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀποστ. Διατ. 2. 25, σ. 240, 31. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἀπατῶν, Κύριλλ. 98D, «ἀπαραλόγιστον· ἀψευδές, ἀληθὲς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἀπαραλόγιστος, -ον (Α)
αυτός που δεν μπορεί να τον εξαπατήσει κάποιος.