λαιμότμητος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=laimotmitos
|Transliteration C=laimotmitos
|Beta Code=laimo/tmhtos
|Beta Code=laimo/tmhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with the throat severed</b>, κάρα <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>455</span>; <b class="b3">λ. ἄχη</b> <b class="b2">cut-throat</b> woes, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>1054</span>.</span>
|Definition=λαιμότμητον, [[with the throat severed]], κάρα E.''Ph.''455; <b class="b3">λ. ἄχη</b> [[cut-throat]] woes, Ar.''Th.''1054.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[détaché de la gorge]];<br /><b>2</b> qui sert la gorge (douleur).<br />'''Étymologie:''' [[λαιμός]], [[τμητός]].
}}
{{elru
|elrutext='''λαιμότμητος:'''<br /><b class="num">1</b> с перерезанным горлом, т. е. отрубленный ([[κάρα]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[сжимающий горло]], [[сдавленный]] (ἄχη Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λαιμότμητος''': -ον, ἀποκεχωρισμένος ἐκ τοῦ λαιμοῦ, κεκομμένος, [[κάρα]] Εὐρ. Φοίν. 455· λ. ἄχεα, τὸν λαιμὸν συσφίγγοντα, καταπνίγοντα, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1054· πρβλ. λαιμότομος.
|lstext='''λαιμότμητος''': -ον, ἀποκεχωρισμένος ἐκ τοῦ λαιμοῦ, κεκομμένος, [[κάρα]] Εὐρ. Φοίν. 455· λ. ἄχεα, τὸν λαιμὸν συσφίγγοντα, καταπνίγοντα, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1054· πρβλ. λαιμότομος.
}}
{{grml
|mltxt=[[λαιμότμητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κεφάλι]]) κομμένος από τον λαιμό («οὐ γὰρ τὸ [[λαιμότμητον]] εἰσορᾷς [[κάρα]] Γοργόνος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που συσφίγγει τον λαιμό, αυτός που πνίγει («ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητα ἄχη», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[τμητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. [[δορίτμητος]], [[χειρότμητος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λαιμότμητος:''' -ον ([[τέμνω]]), αποκομμένος από τον λαιμό, αυτός που έχει κομμένο τον λαιμό, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λαιμό-τμητος, ον [from [[λαιμός]] [[τέμνω]]<br />with the [[throat]] [[severed]], Eur.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[severed at the neck]]
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμότμητος Medium diacritics: λαιμότμητος Low diacritics: λαιμότμητος Capitals: ΛΑΙΜΟΤΜΗΤΟΣ
Transliteration A: laimótmētos Transliteration B: laimotmētos Transliteration C: laimotmitos Beta Code: laimo/tmhtos

English (LSJ)

λαιμότμητον, with the throat severed, κάρα E.Ph.455; λ. ἄχη cut-throat woes, Ar.Th.1054.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 détaché de la gorge;
2 qui sert la gorge (douleur).
Étymologie: λαιμός, τμητός.

Russian (Dvoretsky)

λαιμότμητος:
1 с перерезанным горлом, т. е. отрубленный (κάρα Eur.);
2 сжимающий горло, сдавленный (ἄχη Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

λαιμότμητος: -ον, ἀποκεχωρισμένος ἐκ τοῦ λαιμοῦ, κεκομμένος, κάρα Εὐρ. Φοίν. 455· λ. ἄχεα, τὸν λαιμὸν συσφίγγοντα, καταπνίγοντα, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1054· πρβλ. λαιμότομος.

Greek Monolingual

λαιμότμητος, -ον (Α)
1. (για κεφάλι) κομμένος από τον λαιμό («οὐ γὰρ τὸ λαιμότμητον εἰσορᾷς κάρα Γοργόνος», Ευρ.)
2. αυτός που συσφίγγει τον λαιμό, αυτός που πνίγει («ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητα ἄχη», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τμητός (< τέμνω), πρβλ. δορίτμητος, χειρότμητος].

Greek Monotonic

λαιμότμητος: -ον (τέμνω), αποκομμένος από τον λαιμό, αυτός που έχει κομμένο τον λαιμό, σε Ευρ.

Middle Liddell

λαιμό-τμητος, ον [from λαιμός τέμνω
with the throat severed, Eur.

English (Woodhouse)

severed at the neck

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)