ὀπισθοβαρής: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=opisthovaris
|Transliteration C=opisthovaris
|Beta Code=o)pisqobarh/s
|Beta Code=o)pisqobarh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">loaded behind</b>, metaph., τῆς ἀσεβείας ὀπισθοβαρεῖς ἀνάγκαι <span class="title">OGI</span>383.120 (Nemrud Dagh, i B. C.), cf. <span class="bibl">Plot.6.9.4</span>, <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Epict.</span>p.35</span> D. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> name of an eye-salve, <span class="bibl">Aët.7.115</span> : as Adj., <b class="b3">ἄδηκτον μὲν ὀ. δέ</b> ib.109.</span>
|Definition=ὀπισθοβαρές,<br><span class="bld">A</span> [[loaded behind]], metaph., τῆς ἀσεβείας ὀπισθοβαρεῖς ἀνάγκαι ''OGI''383.120 (Nemrud Dagh, i B. C.), cf. Plot.6.9.4, Simp.''in Epict.''p.35 D.<br><span class="bld">2</span> name of an [[eyesalve]], Aët.7.115: as adjective, <b class="b3">ἄδηκτον μὲν ὀ. δέ</b> ib.109.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπισθοβᾰρής''': -ές, ὁ [[ὄπισθεν]] βεβαρημένος, πεφορτισμένος, Πλωτῖν. 6. 9, 4.
|lstext='''ὀπισθοβᾰρής''': -ές, ὁ [[ὄπισθεν]] βεβαρημένος, πεφορτισμένος, Πλωτῖν. 6. 9, 4.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ὀπισθοβαρής]], -ές)<br />φορτωμένος στο [[πίσω]] [[μέρος]], [[πισώβαρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός του οποίου το [[βάρος]] θα γίνει αισθητό στο [[μέλλον]] («τῆς ἀσεβείας ὀπισθοβαρεῖς ἀνάγκαι», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀπισθοβαρές</i><br />[[είδος]] κολλυρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οπισθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), [[πρβλ]]. [[υπερβαρής]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπισθοβᾰρής Medium diacritics: ὀπισθοβαρής Low diacritics: οπισθοβαρής Capitals: ΟΠΙΣΘΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: opisthobarḗs Transliteration B: opisthobarēs Transliteration C: opisthovaris Beta Code: o)pisqobarh/s

English (LSJ)

ὀπισθοβαρές,
A loaded behind, metaph., τῆς ἀσεβείας ὀπισθοβαρεῖς ἀνάγκαι OGI383.120 (Nemrud Dagh, i B. C.), cf. Plot.6.9.4, Simp.in Epict.p.35 D.
2 name of an eyesalve, Aët.7.115: as adjective, ἄδηκτον μὲν ὀ. δέ ib.109.

German (Pape)

[Seite 358] ές, hinten beschwert, Simplic. ad Epict. p. 128.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθοβᾰρής: -ές, ὁ ὄπισθεν βεβαρημένος, πεφορτισμένος, Πλωτῖν. 6. 9, 4.

Greek Monolingual

-ές (Α ὀπισθοβαρής, -ές)
φορτωμένος στο πίσω μέρος, πισώβαρος
αρχ.
1. μτφ. αυτός του οποίου το βάρος θα γίνει αισθητό στο μέλλον («τῆς ἀσεβείας ὀπισθοβαρεῖς ἀνάγκαι», επιγρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀπισθοβαρές
είδος κολλυρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. υπερβαρής].