καταφαίνω: Difference between revisions

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
(6_13a)
(CSV import)
 
(38 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katafaino
|Transliteration C=katafaino
|Beta Code=katafai/nw
|Beta Code=katafai/nw
|Definition=Dor. aor. 1 -έφᾱνα, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">declare, make known</b>, τοῦτον λόγον <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>10.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., fut. -<b class="b3">φᾰνήσομαι</b> dub. in <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>781.65</span> (lyr.):— <b class="b2">become visible, appear</b>, h.Ap.431, <span class="bibl">Hdt.7.51</span>, <span class="bibl">Th.5.6</span>, E.l.c., <span class="bibl">Plu.<span class="title">Luc.</span> 27</span>:—also intr. in Act., <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>370</span>,<span class="bibl">762</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">to be clear, plain</b>, τῷ Ὀτάνῃ μᾶλλον κατεφαίνετο τὸ πρῆγμα <span class="bibl">Hdt.3.69</span>, cf. Plu.2.40c,682a; <b class="b2">seem, appear</b>, ὥς γε κ. ἐμοί <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phlb.</span>16c</span>; ὅτι μοι ἄτοπ' ἄττα κ. περὶ σωφροσύνης <span class="bibl">Id.<span class="title">Chrm.</span>172c</span>, cf. Plu.2.802f, etc.: also c. inf., ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται εἶναι <span class="bibl">Hdt.1.58</span>, cf. <span class="bibl">6.13</span>; <b class="b3">κατεφάνη τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν</b>, i. e. Darius <b class="b2">well knew</b> that he was evading, <span class="bibl">Id.3.130</span>; ταὐτόν σοι πάθος -φαίνομαι πεπονθέναι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>712e</span>; <b class="b3">πάντων μοι μετριώτατοί γε εῖναι κατεφάνησαν</b> ib.<span class="bibl">811d</span>: c. part., <b class="b3">ὀρθῶς ἔτι μοι κατεφάνης λέγων</b> ib. <span class="bibl">631a</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Sph.</span>232b</span>; δαιμονία . . τις ἔμοιγε κ. τὸ μέγεθος <span class="bibl">Id.<span class="title">Grg.</span>456a</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Sph.</span>217e</span>; τοιαύτη ἡ ἕξις τοῦ σώματος κ. <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>7.2</span>; οἱ ἀντιλέγοντες ὄχλος καὶ βασκανία κατεφαίνετο <span class="bibl">D.19.24</span>.</span>
|Definition=Dor. aor. 1 -έφᾱνα,<br><span class="bld">A</span> [[declare]], [[make known]], τοῦτον λόγον Pi.''N.''10.11.<br><span class="bld">II</span> Pass., fut. -φᾰνήσομαι dub. in E.''Fr.''781.65 (lyr.):—[[become visible]], [[appear]], h.Ap.431, [[Herodotus|Hdt.]]7.51, Th.5.6, E.l.c., Plu.''Luc.'' 27:—also intr. in Act., Orph.''A.''370,762.<br><span class="bld">2</span> to [[be clear]], [[plain]], τῷ Ὀτάνῃ μᾶλλον κατεφαίνετο τὸ πρῆγμα [[Herodotus|Hdt.]]3.69, cf. Plu.2.40c,682a; [[seem]], [[appear]], ὥς γε κ. ἐμοί [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 16c; ὅτι μοι ἄτοπ' ἄττα κ. περὶ σωφροσύνης Id.''Chrm.''172c, cf. Plu.2.802f, etc.: also c. inf., ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται εἶναι [[Herodotus|Hdt.]]1.58, cf. 6.13; <b class="b3">κατεφάνη τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν</b>, i.e. Darius [[well knew]] that he was evading, Id.3.130; ταὐτόν σοι πάθος -φαίνομαι πεπονθέναι [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''712e; <b class="b3">πάντων μοι μετριώτατοί γε εῖναι κατεφάνησαν</b> ib.811d: c. part., <b class="b3">ὀρθῶς ἔτι μοι κατεφάνης λέγων</b> ib. 631a, cf. ''Sph.''232b; δαιμονία… τις ἔμοιγε κ. τὸ μέγεθος Id.''Grg.''456a, cf. ''Sph.''217e; τοιαύτη ἡ ἕξις τοῦ σώματος κ. X.''Oec.''7.2; οἱ ἀντιλέγοντες ὄχλος καὶ βασκανία κατεφαίνετο D.19.24.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> montrer <i>ou</i> expliquer clairement;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se montrer;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καταφαίνομαι]] (<i>f.</i> καταφανήσομαι, <i>ao. Pass.</i> κατεφάνην) se montrer visible, évident ; <i>avec un part.</i> [[apparaître comme étant]], [[se montrer]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φαίνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-φαίνω Dor. aor. act. 3 sing. κατέφανε act. met acc., duidelijk bekend maken. med.-pass. verschijnen, zichtbaar worden:; κατεφαίνεται πάντα αὐτόθεν vandaar was een mooi uitzicht naar alle kanten Thuc. 5.6.3; duidelijk worden:; Ὀτάνῃ μᾶλλον κατεφαίνετο τὸ πρῆγμα de zaak werd Otanes duidelijker Hdt. 3.69.1; in pers. constr., met inf.: κατεφάνη τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν het werd Darius duidelijk dat hij zich van de domme hield Hdt. 3.130.2. schijnen, lijken:; ὥς γε καταφαίνεται ἐμοί zoals het mij toeschijnt Plat. Phlb. 16c; met adj. als pred. nomen:; ὅτι μοι ἄτοπ’ ἄττα καταφαίνεται omdat enige zaken mij vreemd lijken Plat. Chrm. 172c; met inf.:; ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται εἶναι zoals het mij schijnt te zijn Hdt. 1.58; met ptc.: οὔτε ὀρθῶς ἔτι μοι κατεφάνης λέγων jij leek mij niet meer juist te redeneren Plat. Lg. 631a.
}}
{{pape
|ptext=([[φαίνω]]), verstärktes [[φαίνω]], <i>[[vorzeigen]]</i>, κατέφανε λόγον, <i>[[erklären]]</i>, Pind. <i>N</i>. 10.11. – Gew. im med. mit aor.2 pass., <i>[[sichtbar]] [[werden]], [[erscheinen]]; H.h. Apoll</i>. 431; ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται [[εἶναι]] Her. 1.58; [[öfter]] bei Plat., wie <i>Soph</i>. 268a; c. partic., <i>ib</i>. 232b; c. inf., <i>Legg</i>. VII.811d; Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''καταφαίνω:''' (med.-pass. fut. καταφᾰνήσομαι, aor. κατεφάνην)<br /><b class="num">1</b> [[воочию показывать]], [[объявлять]] (τοῦτον λόγον Pind.);<br /><b class="num">2</b> med.-pass. [[становиться ясным]], [[показываться]] (Κρίσης κατεφαίνετο [[κόλπος]] HH; τινί Her.);<br /><b class="num">3</b> med.-pass. казаться: ὡς καταφαίνεταί μοι εἶναι Her. или ὥς γε καταφαίνεται [[ἐμοί]] Plat. как мне кажется; [[ὀρθῶς]] κατεφάνης λέγων Plat. ты, кажется, сказал правильно.
}}
{{Slater
|sltr=[[καταφαίνω]] [[make]] [[clear]] [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν τοῦτον κατέφᾶνε λόγον (N. 10.11)
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[καταφαίνω]])<br />(επιτ. τ. του [[φαίνω]])<br /><b>παθ.</b> <i>καταφαίνομαι</i><br />καθίσταμαι [[φανερός]], [[γίνομαι]] [[ολοφάνερος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φανερώνω]] [[κάτι]] εντελώς, [[κάνω]] [[κάτι]] γνωστό<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταφαίνομαι</i><br />α) [[φαίνομαι]], [[είμαι]] [[ορατός]]<br />β) αποδεικνύομαι, αποκαλύπτομαι<br />γ) [[διακηρύσσω]], [[δηλώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φαίνω]] «[[φανερώνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταφαίνω:''' μέλ. <i>-φᾰνῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φανερώνω]], [[καθιστώ]] γνωστό, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., μέλ. <i>-φᾰνήσομαι</i>, αόρ. βʹ κατ-εφάνην [ᾰ], [[γίνομαι]] [[ορατός]], εμφανίζομαι, σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι αρκετά [[σαφής]] ή [[απλός]], σε Ηρόδ., Πλάτ.· <i>κατεφάνη τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν</i>, ήταν φανερό στο Δάρειο ότι έκανε τεχνάσματα, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταφαίνω''': μέλλ. -φᾰνῶ, [[φαίνω]] [[καλῶς]], φανερώνω [[κάμνω]] γνωστόν, τοῦτον λόγον Πινδ. Ν. 10. 20. ΙΙ. ὁ Παθ., μέλλ. φᾰνήσομαι, [[γίνομαι]] [[ὁρατός]], ἐμφανίζομαι, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 431, Ἡρόδ. 7. 51, Εὐρ. Ἀποσπ. 781. 61·― [[οὕτως]], ἀμεταβ. καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., Ὀρφ. Ἀργ. 372. 765. 2) εἶμαι ἐντελῶς σαφὴς ἢ [[φανερός]], τῷ Ὀτάνῃ… κατεφαίνετο τὸ [[πρῆγμα]] Ἡρόδ. 3. 69, ὥς γε κατ. ἐμοὶ Πλάτ. Φίληβ. 16C· ὅτι μοι ἄτοπ᾿ ἄττα κ. περὶ σωφροσύνης ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 172C, κτλ.·― [[ὡσαύτως]] μετ᾿ ἀπαρ., ὡς καταφαίνεταί μοι [[εἶναι]] Ἡρόδ. 1. 58, πρβλ. 6. 13· κατεφάνῃ τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν, ὃ ἐ. ὁ [[Δαρεῖος]] ἐγίνωσκε [[καλῶς]] ὅτι αὐτὸς παρεσκεύαζε τεχνάσματα, ὁ αὐτ. 3. 130· ταὐτόν σοι [[πάθος]]… κ. πεπονθέναι, φαίνεται καθαρῶς ὅτι ἔχει πάθει…, Πλατ, Νόμ. 712Ε· μετριώτατοι [[εἶναι]] κ. ὁ αὐτ. 811D· δαιμόνια… τις ἔμοιγε κ. (δηλ. [[εἶναι]]) ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 456Α, πρβλ. Σοφ. 217Ε· τοιαύτη ἡ [[ἕξις]] τοῦ σώματος κ. (δηλ. [[εἶναι]]) Ξεν. Οἰκ. 7. 2, πρβλ. Δημ. 348. 23·― [[μετὰ]] μετοχ., ὀρθῶς κατεφάνης λέγων Πλάτ. Νόμ. 631Α, πρβλ. Σοφ. 232Β.
|lstext='''καταφαίνω''': μέλλ. -φᾰνῶ, [[φαίνω]] [[καλῶς]], φανερώνω [[κάμνω]] γνωστόν, τοῦτον λόγον Πινδ. Ν. 10. 20. ΙΙ. ὁ Παθ., μέλλ. φᾰνήσομαι, [[γίνομαι]] [[ὁρατός]], ἐμφανίζομαι, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 431, Ἡρόδ. 7. 51, Εὐρ. Ἀποσπ. 781. 61·― [[οὕτως]], ἀμεταβ. καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., Ὀρφ. Ἀργ. 372. 765. 2) εἶμαι ἐντελῶς σαφὴς ἢ [[φανερός]], τῷ Ὀτάνῃ… κατεφαίνετο τὸ [[πρῆγμα]] Ἡρόδ. 3. 69, ὥς γε κατ. ἐμοὶ Πλάτ. Φίληβ. 16C· ὅτι μοι ἄτοπ᾿ ἄττα κ. περὶ σωφροσύνης ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 172C, κτλ.·― [[ὡσαύτως]] μετ᾿ ἀπαρ., ὡς καταφαίνεταί μοι [[εἶναι]] Ἡρόδ. 1. 58, πρβλ. 6. 13· κατεφάνῃ τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν, ὃ ἐ. ὁ [[Δαρεῖος]] ἐγίνωσκε [[καλῶς]] ὅτι αὐτὸς παρεσκεύαζε τεχνάσματα, ὁ αὐτ. 3. 130· ταὐτόν σοι [[πάθος]]… κ. πεπονθέναι, φαίνεται καθαρῶς ὅτι ἔχει πάθει…, Πλατ, Νόμ. 712Ε· μετριώτατοι [[εἶναι]] κ. ὁ αὐτ. 811D· δαιμόνια… τις ἔμοιγε κ. (δηλ. [[εἶναι]]) ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 456Α, πρβλ. Σοφ. 217Ε· τοιαύτη ἡ [[ἕξις]] τοῦ σώματος κ. (δηλ. [[εἶναι]]) Ξεν. Οἰκ. 7. 2, πρβλ. Δημ. 348. 23·― μετὰ μετοχ., ὀρθῶς κατεφάνης λέγων Πλάτ. Νόμ. 631Α, πρβλ. Σοφ. 232Β.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -φᾰνω<br /><b class="num">I.</b> to [[declare]], make [[known]], Pind.<br /><b class="num">II.</b> Pass., fut. -φᾰνήσομαι, aor2 κατ-εφάνην [ᾰ], to [[become]] [[visible]], [[appear]], Hhymn., Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to be [[quite]] [[clear]] or [[plain]], Hdt., Plat.; κατεφάνη τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν it was [[apparent]] to [[Darius]] that he was playing tricks, Hdt.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[conspicuum esse]]'', to [[be visible]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.6.3/ 5.6.3].
}}
}}

Latest revision as of 14:27, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφαίνω Medium diacritics: καταφαίνω Low diacritics: καταφαίνω Capitals: ΚΑΤΑΦΑΙΝΩ
Transliteration A: kataphaínō Transliteration B: kataphainō Transliteration C: katafaino Beta Code: katafai/nw

English (LSJ)

Dor. aor. 1 -έφᾱνα,
A declare, make known, τοῦτον λόγον Pi.N.10.11.
II Pass., fut. -φᾰνήσομαι dub. in E.Fr.781.65 (lyr.):—become visible, appear, h.Ap.431, Hdt.7.51, Th.5.6, E.l.c., Plu.Luc. 27:—also intr. in Act., Orph.A.370,762.
2 to be clear, plain, τῷ Ὀτάνῃ μᾶλλον κατεφαίνετο τὸ πρῆγμα Hdt.3.69, cf. Plu.2.40c,682a; seem, appear, ὥς γε κ. ἐμοί Pl.Phlb. 16c; ὅτι μοι ἄτοπ' ἄττα κ. περὶ σωφροσύνης Id.Chrm.172c, cf. Plu.2.802f, etc.: also c. inf., ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται εἶναι Hdt.1.58, cf. 6.13; κατεφάνη τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν, i.e. Darius well knew that he was evading, Id.3.130; ταὐτόν σοι πάθος -φαίνομαι πεπονθέναι Pl.Lg.712e; πάντων μοι μετριώτατοί γε εῖναι κατεφάνησαν ib.811d: c. part., ὀρθῶς ἔτι μοι κατεφάνης λέγων ib. 631a, cf. Sph.232b; δαιμονία… τις ἔμοιγε κ. τὸ μέγεθος Id.Grg.456a, cf. Sph.217e; τοιαύτη ἡ ἕξις τοῦ σώματος κ. X.Oec.7.2; οἱ ἀντιλέγοντες ὄχλος καὶ βασκανία κατεφαίνετο D.19.24.

French (Bailly abrégé)

1 tr. montrer ou expliquer clairement;
2 intr. se montrer;
Moy. καταφαίνομαι (f. καταφανήσομαι, ao. Pass. κατεφάνην) se montrer visible, évident ; avec un part. apparaître comme étant, se montrer.
Étymologie: κατά, φαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-φαίνω Dor. aor. act. 3 sing. κατέφανε act. met acc., duidelijk bekend maken. med.-pass. verschijnen, zichtbaar worden:; κατεφαίνεται πάντα αὐτόθεν vandaar was een mooi uitzicht naar alle kanten Thuc. 5.6.3; duidelijk worden:; Ὀτάνῃ μᾶλλον κατεφαίνετο τὸ πρῆγμα de zaak werd Otanes duidelijker Hdt. 3.69.1; in pers. constr., met inf.: κατεφάνη τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν het werd Darius duidelijk dat hij zich van de domme hield Hdt. 3.130.2. schijnen, lijken:; ὥς γε καταφαίνεται ἐμοί zoals het mij toeschijnt Plat. Phlb. 16c; met adj. als pred. nomen:; ὅτι μοι ἄτοπ’ ἄττα καταφαίνεται omdat enige zaken mij vreemd lijken Plat. Chrm. 172c; met inf.:; ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται εἶναι zoals het mij schijnt te zijn Hdt. 1.58; met ptc.: οὔτε ὀρθῶς ἔτι μοι κατεφάνης λέγων jij leek mij niet meer juist te redeneren Plat. Lg. 631a.

German (Pape)

(φαίνω), verstärktes φαίνω, vorzeigen, κατέφανε λόγον, erklären, Pind. N. 10.11. – Gew. im med. mit aor.2 pass., sichtbar werden, erscheinen; H.h. Apoll. 431; ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται εἶναι Her. 1.58; öfter bei Plat., wie Soph. 268a; c. partic., ib. 232b; c. inf., Legg. VII.811d; Sp.

Russian (Dvoretsky)

καταφαίνω: (med.-pass. fut. καταφᾰνήσομαι, aor. κατεφάνην)
1 воочию показывать, объявлять (τοῦτον λόγον Pind.);
2 med.-pass. становиться ясным, показываться (Κρίσης κατεφαίνετο κόλπος HH; τινί Her.);
3 med.-pass. казаться: ὡς καταφαίνεταί μοι εἶναι Her. или ὥς γε καταφαίνεται ἐμοί Plat. как мне кажется; ὀρθῶς κατεφάνης λέγων Plat. ты, кажется, сказал правильно.

English (Slater)

καταφαίνω make clear Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν τοῦτον κατέφᾶνε λόγον (N. 10.11)

Greek Monolingual

καταφαίνω)
(επιτ. τ. του φαίνω)
παθ. καταφαίνομαι
καθίσταμαι φανερός, γίνομαι ολοφάνερος
αρχ.
1. φανερώνω κάτι εντελώς, κάνω κάτι γνωστό
2. παθ. καταφαίνομαι
α) φαίνομαι, είμαι ορατός
β) αποδεικνύομαι, αποκαλύπτομαι
γ) διακηρύσσω, δηλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φαίνω «φανερώνω»].

Greek Monotonic

καταφαίνω: μέλ. -φᾰνῶ,
I. φανερώνω, καθιστώ γνωστό, σε Πίνδ.
II. Παθ., μέλ. -φᾰνήσομαι, αόρ. βʹ κατ-εφάνην [ᾰ], γίνομαι ορατός, εμφανίζομαι, σε Όμηρ., Ηρόδ.
2. είμαι αρκετά σαφής ή απλός, σε Ηρόδ., Πλάτ.· κατεφάνη τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν, ήταν φανερό στο Δάρειο ότι έκανε τεχνάσματα, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταφαίνω: μέλλ. -φᾰνῶ, φαίνω καλῶς, φανερώνω κάμνω γνωστόν, τοῦτον λόγον Πινδ. Ν. 10. 20. ΙΙ. ὁ Παθ., μέλλ. φᾰνήσομαι, γίνομαι ὁρατός, ἐμφανίζομαι, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 431, Ἡρόδ. 7. 51, Εὐρ. Ἀποσπ. 781. 61·― οὕτως, ἀμεταβ. καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., Ὀρφ. Ἀργ. 372. 765. 2) εἶμαι ἐντελῶς σαφὴς ἢ φανερός, τῷ Ὀτάνῃ… κατεφαίνετο τὸ πρῆγμα Ἡρόδ. 3. 69, ὥς γε κατ. ἐμοὶ Πλάτ. Φίληβ. 16C· ὅτι μοι ἄτοπ᾿ ἄττα κ. περὶ σωφροσύνης ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 172C, κτλ.·― ὡσαύτως μετ᾿ ἀπαρ., ὡς καταφαίνεταί μοι εἶναι Ἡρόδ. 1. 58, πρβλ. 6. 13· κατεφάνῃ τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν, ὃ ἐ. ὁ Δαρεῖος ἐγίνωσκε καλῶς ὅτι αὐτὸς παρεσκεύαζε τεχνάσματα, ὁ αὐτ. 3. 130· ταὐτόν σοι πάθος… κ. πεπονθέναι, φαίνεται καθαρῶς ὅτι ἔχει πάθει…, Πλατ, Νόμ. 712Ε· μετριώτατοι εἶναι κ. ὁ αὐτ. 811D· δαιμόνια… τις ἔμοιγε κ. (δηλ. εἶναι) ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 456Α, πρβλ. Σοφ. 217Ε· τοιαύτη ἡ ἕξις τοῦ σώματος κ. (δηλ. εἶναι) Ξεν. Οἰκ. 7. 2, πρβλ. Δημ. 348. 23·― μετὰ μετοχ., ὀρθῶς κατεφάνης λέγων Πλάτ. Νόμ. 631Α, πρβλ. Σοφ. 232Β.

Middle Liddell

fut. -φᾰνω
I. to declare, make known, Pind.
II. Pass., fut. -φᾰνήσομαι, aor2 κατ-εφάνην [ᾰ], to become visible, appear, Hhymn., Hdt.
2. to be quite clear or plain, Hdt., Plat.; κατεφάνη τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν it was apparent to Darius that he was playing tricks, Hdt.

Lexicon Thucydideum

conspicuum esse, to be visible, 5.6.3.