ἐπαποπνίγω: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epapopnigo | |Transliteration C=epapopnigo | ||
|Beta Code=e)papopni/gw | |Beta Code=e)papopni/gw | ||
|Definition= | |Definition=[ῑ], [[choke besides]]:—Pass., aor. 2 ἐπαποπνῐγείης [[may you be choked besides]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''940 (Elmsl. for <b class="b3">ἀποπν-</b>). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαποπνίγω''': ῑ, [[ἀποπνίγω]] ἐπί τινι. - Παθ. ἀόρ. β΄, ἐσθίων ἐπαποπνῐγείης, [[εἴθε]] ν’ ἀποπνιγῆς ἐν τῷ ἐσθίειν, ἐνῷ τρώγεις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 940 (κατὰ διόρθ. Elmsl. ἀντὶ ἀποπνι-). | |lstext='''ἐπαποπνίγω''': ῑ, [[ἀποπνίγω]] ἐπί τινι. - Παθ. ἀόρ. β΄, ἐσθίων ἐπαποπνῐγείης, [[εἴθε]] ν’ ἀποπνιγῆς ἐν τῷ ἐσθίειν, ἐνῷ τρώγεις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 940 (κατὰ διόρθ. Elmsl. ἀντὶ ἀποπνι-). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπαποπνίγω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πνίγω]] επί [[πλέον]], [[πνίγω]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπαποπνίγομαι</i><br />πνίγομαι, αποπνίγομαι («ἐσθίων άποπνιγείης» — [[είθε]] να πνιγείς τρώγοντας). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπαποπνίγω:''' [ῑ], [[πνίγω]] [[εκτός]] των άλλων — Παθ., ευκτ. αορ. βʹ, <i>ἐπαποπνῐγείης</i>, [[μακάρι]] και να πνιγείς, σε Αριστοφ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=to [[choke]] [[besides]]:—Pass. aor2 opt., ἐπαποπνῐγείης, may you be choked [[besides]], Ar. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:41, 3 March 2024
English (LSJ)
[ῑ], choke besides:—Pass., aor. 2 ἐπαποπνῐγείης may you be choked besides, Ar.Eq.940 (Elmsl. for ἀποπν-).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαποπνίγω: ῑ, ἀποπνίγω ἐπί τινι. - Παθ. ἀόρ. β΄, ἐσθίων ἐπαποπνῐγείης, εἴθε ν’ ἀποπνιγῆς ἐν τῷ ἐσθίειν, ἐνῷ τρώγεις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 940 (κατὰ διόρθ. Elmsl. ἀντὶ ἀποπνι-).
Greek Monolingual
ἐπαποπνίγω (Α)
1. πνίγω επί πλέον, πνίγω για κάτι
2. μέσ. ἐπαποπνίγομαι
πνίγομαι, αποπνίγομαι («ἐσθίων άποπνιγείης» — είθε να πνιγείς τρώγοντας).
Greek Monotonic
ἐπαποπνίγω: [ῑ], πνίγω εκτός των άλλων — Παθ., ευκτ. αορ. βʹ, ἐπαποπνῐγείης, μακάρι και να πνιγείς, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
to choke besides:—Pass. aor2 opt., ἐπαποπνῐγείης, may you be choked besides, Ar.