κηροπώλης: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kiropolis
|Transliteration C=kiropolis
|Beta Code=khropw/lhs
|Beta Code=khropw/lhs
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wax-chandler</b>, Gloss.</span>
|Definition=κηροπώλου, ὁ, [[wax-chandler]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηροπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλητὴς λαμπάδων ἐκ κηροῦ, Γλωσσ.· κηροπωλεῖον, τό, τὸ [[ἐργαστήριον]] [[αὐτοῦ]], Θεοφάν. Κοντιν. 420, 15.
|lstext='''κηροπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλητὴς λαμπάδων ἐκ κηροῦ, Γλωσσ.· κηροπωλεῖον, τό, τὸ [[ἐργαστήριον]] [[αὐτοῦ]], Θεοφάν. Κοντιν. 420, 15.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[κηροπώλης]])<br />ο [[πωλητής]] κεριού<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />ο [[πωλητής]] κεριών ή λαμπάδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 09:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηροπώλης Medium diacritics: κηροπώλης Low diacritics: κηροπώλης Capitals: ΚΗΡΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: kēropṓlēs Transliteration B: kēropōlēs Transliteration C: kiropolis Beta Code: khropw/lhs

English (LSJ)

κηροπώλου, ὁ, wax-chandler, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1434] ὁ, Wachshändler.

Greek (Liddell-Scott)

κηροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλητὴς λαμπάδων ἐκ κηροῦ, Γλωσσ.· κηροπωλεῖον, τό, τὸ ἐργαστήριον αὐτοῦ, Θεοφάν. Κοντιν. 420, 15.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κηροπώλης)
ο πωλητής κεριού
νεοελλ.-μσν.
ο πωλητής κεριών ή λαμπάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -πώλης (< πωλῶ)].