νευροειδής: Difference between revisions
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
(6_7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nevroeidis | |Transliteration C=nevroeidis | ||
|Beta Code=neuroeidh/s | |Beta Code=neuroeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=νευροειδές, [[like sinews]]: <b class="b3">τὸ ν.</b>, = [[λειμώνιον]], Dsc.4.16, Plin.''HN'' 20.72. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νευροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] νεύρῳ· τὸ νευροειδές, = [[λειμώνιον]], Διοσκ. 4. 16, Πλίν. 20. 28. | |lstext='''νευροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] νεύρῳ· τὸ νευροειδές, = [[λειμώνιον]], Διοσκ. 4. 16, Πλίν. 20. 28. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[νευροειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] νεύρου, που μοιάζει με [[νεύρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo νευροειδές</i><br />το [[φυτό]] λειμώνιο. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>[[sehnenartig]]</i>, auch <i>Name einer [[Pflanze]]</i>, Diosc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:27, 25 August 2023
English (LSJ)
νευροειδές, like sinews: τὸ ν., = λειμώνιον, Dsc.4.16, Plin.HN 20.72.
Greek (Liddell-Scott)
νευροειδής: -ές, ὅμοιος νεύρῳ· τὸ νευροειδές, = λειμώνιον, Διοσκ. 4. 16, Πλίν. 20. 28.
Greek Monolingual
-ές (Α νευροειδής, -ές)
αυτός που έχει μορφή νεύρου, που μοιάζει με νεύρο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo νευροειδές
το φυτό λειμώνιο.
German (Pape)
ές, sehnenartig, auch Name einer Pflanze, Diosc.