συνοίομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
(6_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synoiomai
|Transliteration C=synoiomai
|Beta Code=sunoi/omai
|Beta Code=sunoi/omai
|Definition=aor. <b class="b3">-ῳήθην</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hold the same opinion, assent</b>, <b class="b3">ἐγὼ . . σ</b>. <span class="bibl">Pl. <span class="title">R.</span>500a</span>; <b class="b3">εἰ . . αὐτὸς μὲν ᾤετο, τὸ δὲ πλῆθος μὴ σ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Tht.</span>171a</span>: with neut. pron., <b class="b3">αὐτὸ τοῦτο σ</b>. <b class="b2">assent to . .</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>500b</span>; <b class="b3">καὶ τόδε συνοιήθητι</b> ib.<span class="bibl">517c</span>.</span>
|Definition=aor. -ῳήθην, [[hold the same opinion]], [[assent]], <b class="b3">ἐγὼ.. σ.</b> Pl. ''R.''500a; <b class="b3">εἰ.. αὐτὸς μὲν ᾤετο, τὸ δὲ πλῆθος μὴ σ.</b> Id.''Tht.''171a: with neut. pron., <b class="b3">αὐτὸ τοῦτο σ.</b> assent to.., Id.''R.''500b; <b class="b3">καὶ τόδε συνοιήθητι</b> ib.517c.
}}
{{bailly
|btext=être du même avis ; τι en qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[οἰκτίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνοίομαι &#91;[[σύν]], [[οἴομαι]]] [[van dezelfde mening zijn]].
}}
{{pape
|ptext=([[οἴομαι]]), dep. pass., <i>mit einem Andern [[glauben]], derselben [[Meinung]] sein</i>, Plat. <i>Theaet</i>. 171a, <i>Rep</i>. VII.517c, καὶ [[τόδε]] ξυνοιήθητι.
}}
{{elru
|elrutext='''συνοίομαι:''' [[думать так же]], [[соглашаться]]: καὶ [[τόδε]] ξυνοιήθητι Plat. согласись же и вот с чем.
}}
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξυνοίομαι Α<br />έχω την [[ίδια]] [[γνώμη]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οἴομαι]] «[[νομίζω]], [[πιστεύω]], [[θεωρώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνοίομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ῳήθην</i>, αποθ., έχω την [[ίδια]] [[γνώμη]] με άλλους, [[συναινώ]], [[συγκατανεύω]], [[συμφωνώ]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνοίομαι''': ἀόρ. -ῳήθην, ἀποθετ., ἔχω τὴν αὐτὴν γνώμην, συναινῶ, ἐγώ... ξ. Πλάτ. Πολ. 500Α· εἰ... αὐτὸς μὲν ᾤετο, τὸ δὲ [[πλῆθος]] μὴ συνοίεται ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ, 171Α· μετ’ οὐδετ. ἀντων., καὶ ἐγὼ [[ἀμέλει]], ἔφη, ξυνοίομαι. [[οὐκοῦν]] καὶ αὐτὸ τοῦτο ξυνοίει. τοῦ..., συναινεῖς ὅτι..., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 500Β· καὶ τόδε ξυνοιήθητι [[αὐτόθι]] 517C.
|lstext='''συνοίομαι''': ἀόρ. -ῳήθην, ἀποθετ., ἔχω τὴν αὐτὴν γνώμην, συναινῶ, ἐγώ... ξ. Πλάτ. Πολ. 500Α· εἰ... αὐτὸς μὲν ᾤετο, τὸ δὲ [[πλῆθος]] μὴ συνοίεται ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ, 171Α· μετ’ οὐδετ. ἀντων., καὶ ἐγὼ [[ἀμέλει]], ἔφη, ξυνοίομαι. [[οὐκοῦν]] καὶ αὐτὸ τοῦτο ξυνοίει. τοῦ..., συναινεῖς ὅτι..., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 500Β· καὶ τόδε ξυνοιήθητι [[αὐτόθι]] 517C.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor1 -ῳήθην<br />Dep. to [[hold]] the [[same]] [[opinion]] with others, to [[assent]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοίομαι Medium diacritics: συνοίομαι Low diacritics: συνοίομαι Capitals: ΣΥΝΟΙΟΜΑΙ
Transliteration A: synoíomai Transliteration B: synoiomai Transliteration C: synoiomai Beta Code: sunoi/omai

English (LSJ)

aor. -ῳήθην, hold the same opinion, assent, ἐγὼ.. σ. Pl. R.500a; εἰ.. αὐτὸς μὲν ᾤετο, τὸ δὲ πλῆθος μὴ σ. Id.Tht.171a: with neut. pron., αὐτὸ τοῦτο σ. assent to.., Id.R.500b; καὶ τόδε συνοιήθητι ib.517c.

French (Bailly abrégé)

être du même avis ; τι en qch.
Étymologie: σύν, οἰκτίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοίομαι [σύν, οἴομαι] van dezelfde mening zijn.

German (Pape)

(οἴομαι), dep. pass., mit einem Andern glauben, derselben Meinung sein, Plat. Theaet. 171a, Rep. VII.517c, καὶ τόδε ξυνοιήθητι.

Russian (Dvoretsky)

συνοίομαι: думать так же, соглашаться: καὶ τόδε ξυνοιήθητι Plat. согласись же и вот с чем.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνοίομαι Α
έχω την ίδια γνώμη με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + οἴομαι «νομίζω, πιστεύω, θεωρώ»].

Greek Monotonic

συνοίομαι: αόρ. αʹ -ῳήθην, αποθ., έχω την ίδια γνώμη με άλλους, συναινώ, συγκατανεύω, συμφωνώ, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνοίομαι: ἀόρ. -ῳήθην, ἀποθετ., ἔχω τὴν αὐτὴν γνώμην, συναινῶ, ἐγώ... ξ. Πλάτ. Πολ. 500Α· εἰ... αὐτὸς μὲν ᾤετο, τὸ δὲ πλῆθος μὴ συνοίεται ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ, 171Α· μετ’ οὐδετ. ἀντων., καὶ ἐγὼ ἀμέλει, ἔφη, ξυνοίομαι. οὐκοῦν καὶ αὐτὸ τοῦτο ξυνοίει. τοῦ..., συναινεῖς ὅτι..., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 500Β· καὶ τόδε ξυνοιήθητι αὐτόθι 517C.

Middle Liddell

aor1 -ῳήθην
Dep. to hold the same opinion with others, to assent, Plat.