ἐμποιητικός: Difference between revisions

From LSJ

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=empoiitikos
|Transliteration C=empoiitikos
|Beta Code=e)mpoihtiko/s
|Beta Code=e)mpoihtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">productive of</b> a thing <b class="b2">in</b>, ἄλλοις τῶν τοιούτων λόγων <span class="bibl">Arist. <span class="title">Metaph.</span>1025a4</span>; πάθους <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>7.191</span>; δασείας <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>78.11</span>, cf. Andronic.Rhod.<span class="bibl">p.572</span> M., Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.6.7.1</span>.</span>
|Definition=ἐμποιητική, ἐμποιητικόν, [[productive of]] a thing in, ἄλλοις τῶν τοιούτων λόγων [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1025a4; πάθους S.E.''M.''7.191; δασείας A.D.''Pron.''78.11, cf. Andronic.Rhod.p.572 M., Antyll. ap. Orib.6.7.1.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que produce]], [[que causa]], [[que provoca]] c. gen. ὁ ἄλλοις ἐ. ([[ἄνθρωπος]]) τῶν τοιούτων λόγων el (hombre) que introduce en los demás tales razonamientos (falsos)</i>, Arist.<i>Metaph</i>.1025<sup>a</sup>4, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.1.8.39, φόβος ἐ. ἐναντίων ἐλπίδων Andronic.Rhod.572, cf. Hdn.Gr.2.594, Sch.A.<i>Th</i>.270d, ἡ [[ἀφαίρεσις]] τοῦ σ̅ ἐν δευτέροις δασείας ἐστὶν ἐμποιητική A.D.<i>Pron</i>.78.11, cf. 93.14, ἡ λαλιὰ κεφαλῆς ... ἔχει τι ... βάρους ἐμποιητικόν Antyll. en Orib.6.7.1, cf. Phlp.<i>in GC</i> 186.7, στρατιὰ ... ὡς δακρύων τοῖς ἁλοῦσιν ἐμποιητική Cyr.Al.M.70.396A, δίκης Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.30.3, cf. <i>Theol.Ar</i>.8, <i>Const.App</i>.8.29.2, Chrys.M.64.693A<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἐ. τοῦ πάθους S.E.<i>M</i>.7.191, ἐμποιητικὰ πλάδου Aët.8.68.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0816.png Seite 816]] ή, όν, hineinbringend, darin erregend; τὸ ἐμποιητικὸν τοῦ πάθους Sext. Emp. adv. math. 7, 191.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0816.png Seite 816]] ή, όν, hineinbringend, darin erregend; τὸ ἐμποιητικὸν τοῦ πάθους Sext. Emp. adv. math. 7, 191.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμποιητικός:''' [[образующий]], [[порождающий]], [[создающий]] (τινος Arst., Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμποιητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐμποιῶν τι τοῖς ἄλλοις, καὶ ὁ ἄλλοις ἐμποιητικὸς τῶν τοιούτων λόγων Ἀριστοτ. Μετὰ τὰ Φυσικ. 4. 29, 5, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 191.
|lstext='''ἐμποιητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐμποιῶν τι τοῖς ἄλλοις, καὶ ὁ ἄλλοις ἐμποιητικὸς τῶν τοιούτων λόγων Ἀριστοτ. Μετὰ τὰ Φυσικ. 4. 29, 5, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 191.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐμποιητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που παράγει, δημιουργεί, προκαλεί [[κάτι]] («ἐμποιητικὸς πάθους», Σέξτ. Εμπ.).
}}
}}

Latest revision as of 10:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμποιητικός Medium diacritics: ἐμποιητικός Low diacritics: εμποιητικός Capitals: ΕΜΠΟΙΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: empoiētikós Transliteration B: empoiētikos Transliteration C: empoiitikos Beta Code: e)mpoihtiko/s

English (LSJ)

ἐμποιητική, ἐμποιητικόν, productive of a thing in, ἄλλοις τῶν τοιούτων λόγων Arist.Metaph.1025a4; πάθους S.E.M.7.191; δασείας A.D.Pron.78.11, cf. Andronic.Rhod.p.572 M., Antyll. ap. Orib.6.7.1.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que produce, que causa, que provoca c. gen. ὁ ἄλλοις ἐ. (ἄνθρωπος) τῶν τοιούτων λόγων el (hombre) que introduce en los demás tales razonamientos (falsos), Arist.Metaph.1025a4, cf. Clem.Al.Strom.1.8.39, φόβος ἐ. ἐναντίων ἐλπίδων Andronic.Rhod.572, cf. Hdn.Gr.2.594, Sch.A.Th.270d, ἡ ἀφαίρεσις τοῦ σ̅ ἐν δευτέροις δασείας ἐστὶν ἐμποιητική A.D.Pron.78.11, cf. 93.14, ἡ λαλιὰ κεφαλῆς ... ἔχει τι ... βάρους ἐμποιητικόν Antyll. en Orib.6.7.1, cf. Phlp.in GC 186.7, στρατιὰ ... ὡς δακρύων τοῖς ἁλοῦσιν ἐμποιητική Cyr.Al.M.70.396A, δίκης Cyr.Al.Luc.1.30.3, cf. Theol.Ar.8, Const.App.8.29.2, Chrys.M.64.693A
neutr. subst. τὸ ἐ. τοῦ πάθους S.E.M.7.191, ἐμποιητικὰ πλάδου Aët.8.68.

German (Pape)

[Seite 816] ή, όν, hineinbringend, darin erregend; τὸ ἐμποιητικὸν τοῦ πάθους Sext. Emp. adv. math. 7, 191.

Russian (Dvoretsky)

ἐμποιητικός: образующий, порождающий, создающий (τινος Arst., Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμποιητικός: -ή, -όν, ὁ ἐμποιῶν τι τοῖς ἄλλοις, καὶ ὁ ἄλλοις ἐμποιητικὸς τῶν τοιούτων λόγων Ἀριστοτ. Μετὰ τὰ Φυσικ. 4. 29, 5, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 191.

Greek Monolingual

ἐμποιητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που παράγει, δημιουργεί, προκαλεί κάτι («ἐμποιητικὸς πάθους», Σέξτ. Εμπ.).