σικυήλατον: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
(6_21) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sikyilaton | |Transliteration C=sikyilaton | ||
|Beta Code=sikuh/laton | |Beta Code=sikuh/laton | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[cucumber-bed]], Hp.''Genit.''9:—also [[σικυήρατον]], τό, ''PPetr.''2p.143 (iii B.C.), ''PEnteux.''73.5 (iii B.C.), [[LXX]] ''Is.''1.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐκυήλᾰτον''': τό, [[μέρος]] κήπου κατάφυτον μὲ «ἀγγούρια», Ἱππ. 234. 44, Εὐστ. Πονημάτ. 275. 4· - σῐκυήρᾰτον, παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Α΄, 8), Ἐκκλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 86. | |lstext='''σῐκυήλᾰτον''': τό, [[μέρος]] κήπου κατάφυτον μὲ «ἀγγούρια», Ἱππ. 234. 44, Εὐστ. Πονημάτ. 275. 4· - σῐκυήρᾰτον, παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Α΄, 8), Ἐκκλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 86. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[σικυήρατον]] και σικύρατον, τὸ, Α<br />[[τμήμα]] κήπου κατάφυτο με αγγουριές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίκυος]] «[[αγγούρι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> / -<i>ήρατον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]] «[[φυτεύω]] σε σειρές, σε πρασιές»), με [[εναλλαγή]] <i>λ</i> / <i>ρ</i> (<b>πρβλ.</b> [[κλῶμαξ]] / [[κρῶμαξ]] και [[αδελφός]] / <i>αδερφός</i>)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, cucumber-bed, Hp.Genit.9:—also σικυήρατον, τό, PPetr.2p.143 (iii B.C.), PEnteux.73.5 (iii B.C.), LXX Is.1.8.
German (Pape)
[Seite 880] τό, Beet, auf dem Pfeben, Melonen, Gurken getrieben werden u. wachsen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
σῐκυήλᾰτον: τό, μέρος κήπου κατάφυτον μὲ «ἀγγούρια», Ἱππ. 234. 44, Εὐστ. Πονημάτ. 275. 4· - σῐκυήρᾰτον, παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Α΄, 8), Ἐκκλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 86.
Greek Monolingual
και σικυήρατον και σικύρατον, τὸ, Α
τμήμα κήπου κατάφυτο με αγγουριές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος «αγγούρι» + -ήλατος / -ήρατον (< ἐλαύνω «φυτεύω σε σειρές, σε πρασιές»), με εναλλαγή λ / ρ (πρβλ. κλῶμαξ / κρῶμαξ και αδελφός / αδερφός)].