εὐνόητος: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evnoitos
|Transliteration C=evnoitos
|Beta Code=eu)no/htos
|Beta Code=eu)no/htos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">easily understood</b>, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span>21</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">intelligent</b>, <b class="b3">οἰκονόμος</b> Vett. Val.<span class="bibl">45.28</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">well-disposed</b>, τινι Anon. <span class="title">in Rh.</span>88.29.</span>
|Definition=εὐνόητον,<br><span class="bld">A</span> [[easily understood]], Iamb.''Protr.''21.<br><span class="bld">II</span> [[intelligent]], [[οἰκονόμος]] Vett. Val.45.28.<br><span class="bld">2</span> [[well-disposed]], τινι Anon. ''in Rh.''88.29.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1083.png Seite 1083]] leicht einzusehen, zu begreifen.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐνόητος]])<br />αυτός που τον καταλαβαίνει [[κάποιος]] εύκολα, ευκολονόητος, [[προφανής]] («αυτό το [[κείμενο]] [[είναι]] ευνόητο»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[είναι]] ευνόητο» — [[είναι]] φανερό, σαφές, μπορεί να το ευνοήσει [[κάποιος]] εύκολα, δεν έχει [[ανάγκη]] επεξηγήσεως<br /><b>μσν.</b><br />(για [[σύγγραμμα]]) [[κατανοητός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευφυής]], [[έξυπνος]]<br /><b>2.</b> ο διατεθειμένος καλά, ο [[ευνοϊκός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευνοήτως</i> (Μ εὐνοήτως)<br />ευκολονόητα, [[φανερά]], [[σαφώς]]<br /><b>μσν.</b><br />με σκοπό την ευκολότερη [[κατανόηση]], σκόπιμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[νοητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>νοώ</i> <span style="color: red;"><</span> [[νους]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνόητος Medium diacritics: εὐνόητος Low diacritics: ευνόητος Capitals: ΕΥΝΟΗΤΟΣ
Transliteration A: eunóētos Transliteration B: eunoētos Transliteration C: evnoitos Beta Code: eu)no/htos

English (LSJ)

εὐνόητον,
A easily understood, Iamb.Protr.21.
II intelligent, οἰκονόμος Vett. Val.45.28.
2 well-disposed, τινι Anon. in Rh.88.29.

German (Pape)

[Seite 1083] leicht einzusehen, zu begreifen.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐνόητος)
αυτός που τον καταλαβαίνει κάποιος εύκολα, ευκολονόητος, προφανής («αυτό το κείμενο είναι ευνόητο»)
νεοελλ.
φρ. «είναι ευνόητο» — είναι φανερό, σαφές, μπορεί να το ευνοήσει κάποιος εύκολα, δεν έχει ανάγκη επεξηγήσεως
μσν.
(για σύγγραμμα) κατανοητός
αρχ.
1. ευφυής, έξυπνος
2. ο διατεθειμένος καλά, ο ευνοϊκός.
επίρρ...
ευνοήτως (Μ εὐνοήτως)
ευκολονόητα, φανερά, σαφώς
μσν.
με σκοπό την ευκολότερη κατανόηση, σκόπιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νοητός (< νοώ < νους)].