τοποφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(6_3)
 
(41)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοποφύλαξ''': [ῠ], -ακος, ὁ, [[φύλαξ]] τόπου, Συλλ. Ἐπιγρ. 9546.
|lstext='''τοποφύλαξ''': [ῠ], -ακος, ὁ, [[φύλαξ]] τόπου, Συλλ. Ἐπιγρ. 9546.
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[φύλακας]] ενός τόπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόπος]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
}}

Latest revision as of 12:49, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τοποφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, φύλαξ τόπου, Συλλ. Ἐπιγρ. 9546.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
φύλακας ενός τόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + φύλαξ.