αὐτίτης: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(6_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aftitis
|Transliteration C=aftitis
|Beta Code=au)ti/ths
|Beta Code=au)ti/ths
|Definition=[<b class="b3">ῑ], ου, ὁ,</b> (<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> αὐτόσ <b class="b2">by oneself, alone</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>668</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Subst., <b class="b3">αὐτίτης</b> (sc. <b class="b3">οἶνος</b>), ὁ, <b class="b2">home-made wine</b>, <span class="bibl">Telecl.9</span>, <span class="bibl">Polyzel.1</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>3.14</span>.</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> (αὐτός [[by oneself]], [[alone]], Arist.''Fr.''668.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[αὐτίτης]] (''[[sc.]]'' [[οἶνος]]), ὁ, [[homemade]] [[wine]], Telecl.9, Polyzel.1, Hp.''Morb.''3.14.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου<br /><b class="num">1</b> [[solitario]] αὐ. καὶ μονώτης [[εἰμί]] Arist.<i>Fr</i>.668, cf. Demetr.<i>Eloc</i>.164, [[Ἀριστοτέλης]] τὸν αὐτίτην (ἔφη) οἷον τὸν μόνον ὄντα Demetr.<i>Eloc</i>.97.<br /><b class="num">2</b> ὁ αὐ. (<i>[[sc.]]</i> οἶνος) [[vino del país]], [[vino de la tierra]] Telecl.9, Polyzel.1.<br /><b class="num">3</b> [[del mismo año]] οἶνος αὐ. vino nuevo</i> Hp.<i>Morb</i>.3.14, Hp. en Gal.19.87; cf. [[αὐτοετίτης]].
}}
{{pape
|ptext=[[οἶνος]], <i>ganz [[reiner]], unvermischter Wein</i>, Hippoor., d.i. [[ἀπαράχυτος]] nach Erot., [[αὐτοετής]] nach Galen.; Ath. I.31e; bei Teleclid. von Suid. und <i>B.A</i>. 464 [[αὐθιγενής]] erkl.; Poll. 6.17 [[ἐπιχώριος]], <i>[[Landwein]]</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτίτης:''' (ῑ) живущий сам по себе, особняком (αὐ. καὶ [[μονώτης]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, (αὐτὸς) ὁ καθ’ ἑαυτόν, [[μονήρης]], Ἀριστ. παρὰ Δημ. Φαλ. 144. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[αὐτίτης]] (ἐνν. [[οἶνος]]) ὁ, [[αὐθιγενής]], [[ἐντόπιος]], [[ἐπιχώριος]], Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 9, [[ἀπαράχυτος]], [[ἀμιγής]], [[ἁγνός]], «[[οἶνος]] αὐτίτην τὸν ἀπαράχυτον ὡς καὶ Πολύζηλος ἐν Δημοτυνδάρεῴ φησιν» Ἀποσπ. Κωμ. Meineke τόμ. Β΄, σ. 477˙ ἔκδ. [[ἐλάσσων]], Ἱππ. 492. 4.
|lstext='''αὐτίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, (αὐτὸς) ὁ καθ’ ἑαυτόν, [[μονήρης]], Ἀριστ. παρὰ Δημ. Φαλ. 144. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[αὐτίτης]] (ἐνν. [[οἶνος]]) ὁ, [[αὐθιγενής]], [[ἐντόπιος]], [[ἐπιχώριος]], Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 9, [[ἀπαράχυτος]], [[ἀμιγής]], [[ἁγνός]], «[[οἶνος]] αὐτίτην τὸν ἀπαράχυτον ὡς καὶ Πολύζηλος ἐν Δημοτυνδάρεῴ φησιν» Ἀποσπ. Κωμ. Meineke τόμ. Β΄, σ. 477· ἔκδ. [[ἐλάσσων]], Ἱππ. 492. 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[αὐτίτης]], ο (Α) αυτός<br /><b>1.</b> [[μόνος]] του, από [[μόνος]] του<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> (για [[κρασί]]) σπιτικό [[κρασί]].
}}
}}

Latest revision as of 10:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτίτης Medium diacritics: αὐτίτης Low diacritics: αυτίτης Capitals: ΑΥΤΙΤΗΣ
Transliteration A: autítēs Transliteration B: autitēs Transliteration C: aftitis Beta Code: au)ti/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,
A (αὐτός by oneself, alone, Arist.Fr.668.
II as substantive, αὐτίτης (sc. οἶνος), ὁ, homemade wine, Telecl.9, Polyzel.1, Hp.Morb.3.14.

Spanish (DGE)

-ου
1 solitario αὐ. καὶ μονώτης εἰμί Arist.Fr.668, cf. Demetr.Eloc.164, Ἀριστοτέλης τὸν αὐτίτην (ἔφη) οἷον τὸν μόνον ὄντα Demetr.Eloc.97.
2 ὁ αὐ. (sc. οἶνος) vino del país, vino de la tierra Telecl.9, Polyzel.1.
3 del mismo año οἶνος αὐ. vino nuevo Hp.Morb.3.14, Hp. en Gal.19.87; cf. αὐτοετίτης.

German (Pape)

οἶνος, ganz reiner, unvermischter Wein, Hippoor., d.i. ἀπαράχυτος nach Erot., αὐτοετής nach Galen.; Ath. I.31e; bei Teleclid. von Suid. und B.A. 464 αὐθιγενής erkl.; Poll. 6.17 ἐπιχώριος, Landwein.

Russian (Dvoretsky)

αὐτίτης: (ῑ) живущий сам по себе, особняком (αὐ. καὶ μονώτης Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (αὐτὸς) ὁ καθ’ ἑαυτόν, μονήρης, Ἀριστ. παρὰ Δημ. Φαλ. 144. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., αὐτίτης (ἐνν. οἶνος) ὁ, αὐθιγενής, ἐντόπιος, ἐπιχώριος, Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 9, ἀπαράχυτος, ἀμιγής, ἁγνός, «οἶνος αὐτίτην τὸν ἀπαράχυτον ὡς καὶ Πολύζηλος ἐν Δημοτυνδάρεῴ φησιν» Ἀποσπ. Κωμ. Meineke τόμ. Β΄, σ. 477· ἔκδ. ἐλάσσων, Ἱππ. 492. 4.

Greek Monolingual

αὐτίτης, ο (Α) αυτός
1. μόνος του, από μόνος του
2. ως ουσ. (για κρασί) σπιτικό κρασί.