συνεστραμμένως: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(6_6)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synestrammenos
|Transliteration C=synestrammenos
|Beta Code=sunestramme/nws
|Beta Code=sunestramme/nws
|Definition=Adv., (συστρέφω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">as if twisted up</b>, <b class="b3">σ. εἰπεῖν</b> speak <b class="b2">tersely</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1401a5</span> (v.l.).</span>
|Definition=Adv., ([[συστρέφω]]) [[as if twisted up]], <b class="b3">σ. εἰπεῖν</b> speak [[tersely]], Arist.''Rh.''1401a5 ([[varia lectio|v.l.]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />[[d'une manière serrée]].<br />'''Étymologie:''' συνεστραμμένος, part. pf. Pass. de [[συστρέφω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνεστραμμένως, adv. van het ptc. perf. med. van συστρέφω, bondig.
}}
{{pape
|ptext=adv. part. perf. pass. von [[συστρέφω]], <i>[[zusammengedreht]]</i>, bes. mit bündigen Worten, [[εἰπεῖν]] Arist. <i>rhet</i>. 2.24.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεστραμμένως:''' [[сжато]] ([[εἰπεῖν]] Arst.).
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (για λόγο) με πολλές περιστροφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>συνεστραμμένος</i> του [[συστρέφω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεστραμμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του [[συστρέφω]], ξεκάθαρα, [[χωρίς]] περιστροφές, με [[συντομία]], με γλαφυρό, πεποικιλμένο ύφος, σε Αριστ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεστραμμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[συστρέφω]], κατὰ τρόπον συνεστραμμένον, σ. εἰπεῖν, συντόμως, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2.
|lstext='''συνεστραμμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[συστρέφω]], κατὰ τρόπον συνεστραμμένον, σ. εἰπεῖν, συντόμως, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=in a [[close]] [[packed]] [[manner]], [[tersely]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 11:21, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεστραμμένως Medium diacritics: συνεστραμμένως Low diacritics: συνεστραμμένως Capitals: ΣΥΝΕΣΤΡΑΜΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synestramménōs Transliteration B: synestrammenōs Transliteration C: synestrammenos Beta Code: sunestramme/nws

English (LSJ)

Adv., (συστρέφω) as if twisted up, σ. εἰπεῖν speak tersely, Arist.Rh.1401a5 (v.l.).

French (Bailly abrégé)

adv.
d'une manière serrée.
Étymologie: συνεστραμμένος, part. pf. Pass. de συστρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεστραμμένως, adv. van het ptc. perf. med. van συστρέφω, bondig.

German (Pape)

adv. part. perf. pass. von συστρέφω, zusammengedreht, bes. mit bündigen Worten, εἰπεῖν Arist. rhet. 2.24.

Russian (Dvoretsky)

συνεστραμμένως: сжато (εἰπεῖν Arst.).

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (για λόγο) με πολλές περιστροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεστραμμένος του συστρέφω.

Greek Monotonic

συνεστραμμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συστρέφω, ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές, με συντομία, με γλαφυρό, πεποικιλμένο ύφος, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεστραμμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ συστρέφω, κατὰ τρόπον συνεστραμμένον, σ. εἰπεῖν, συντόμως, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2.

Middle Liddell

in a close packed manner, tersely, Arist.