ποικιλανθής: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(6_8)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποικῐλανθής''': -ές, ποικίλως ἠνθισμένος, ποικιλόχρους, χιτὼν Κλήμ. Ἀλ. 238.
|lstext='''ποικῐλανθής''': -ές, ποικίλως ἠνθισμένος, ποικιλόχρους, χιτὼν Κλήμ. Ἀλ. 238.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει στολιστεί ή έχει κατασκευαστεί με διαφόρων ειδών λουλούδια, στολισμένος ή κατασκευασμένος με ποικίλα [[άνθη]] («[[ποικιλανθής]] [[στέφανος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολύχρωμος]], [[παρδαλός]] («ποικιλανθὴς [[χιτών]]», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄνθος]]), [[πρβλ]]. [[λευκανθής]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 10 May 2023

German (Pape)

[Seite 649] ές, buntblumig, von oder mit bunten Blumen, buntfarbig, Clem. Al. u. a. Sp., die vielleicht auch ποικιλανθίς gesagt haben.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλανθής: -ές, ποικίλως ἠνθισμένος, ποικιλόχρους, χιτὼν Κλήμ. Ἀλ. 238.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει στολιστεί ή έχει κατασκευαστεί με διαφόρων ειδών λουλούδια, στολισμένος ή κατασκευασμένος με ποικίλα άνθηποικιλανθής στέφανος»)
αρχ.
πολύχρωμος, παρδαλός («ποικιλανθὴς χιτών», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκανθής].