κατωρίς: Difference between revisions

(6_12)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katoris
|Transliteration C=katoris
|Beta Code=katwri/s
|Beta Code=katwri/s
|Definition=ίδος, ἡ, in dual, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bands</b> or <b class="b2">ribbands hanging from</b> the <b class="b3">στέφανος</b>, <span class="title">IG</span>22.1388.22.</span>
|Definition=-ίδος, ἡ, in dual, [[bands]] or [[ribbands hanging from]] the [[στέφανος]], ''IG''22.1388.22.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατωρίς''': -ίδος, ἡ·- κατωρίδε δύω, ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 21, φαίνεται ὅτι εἶνε δύο ταινίαι κρεμάμεναι πρὸς τὰ [[κάτω]] ἀπὸ τοῦ στεφάνου·- ὁ Ἡσύχ. ἔχει [[κατώρης]], [[ὅπερ]] ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «[[κάτω]] ῥέπων»·- περὶ τοῦ τύπου πρβλ. [[ἀντηρίς]].
|lstext='''κατωρίς''': -ίδος, ἡ·- κατωρίδε δύω, ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 21, φαίνεται ὅτι εἶνε δύο ταινίαι κρεμάμεναι πρὸς τὰ [[κάτω]] ἀπὸ τοῦ στεφάνου·- ὁ Ἡσύχ. ἔχει [[κατώρης]], [[ὅπερ]] ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «[[κάτω]] ῥέπων»·- περὶ τοῦ τύπου πρβλ. [[ἀντηρίς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατωρίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br />(στον δυϊκό) <b>φρ.</b> «κατωρίδε δύω» — ταινίες κρεμασμένες από [[στεφάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρίς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὄρνυμαι</i> «[[εξορμώ]]»), τ. που απαντά μόνο στο [[παρόν]] σύνθ. όν. Το -<i>ω</i> λόγω εκτάσεως εν συνθέσει. Πρβλ. και <i>κατ</i>-<i>ώρης</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 1 March 2024

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, in dual, bands or ribbands hanging from the στέφανος, IG22.1388.22.

German (Pape)

[Seite 1407] ίδος, ἡ, Inscr. I p. 235, κατωρίδε δύο, nach Böckh goldene Bänder, die vom Kranze herabhangen.

Greek (Liddell-Scott)

κατωρίς: -ίδος, ἡ·- κατωρίδε δύω, ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 21, φαίνεται ὅτι εἶνε δύο ταινίαι κρεμάμεναι πρὸς τὰ κάτω ἀπὸ τοῦ στεφάνου·- ὁ Ἡσύχ. ἔχει κατώρης, ὅπερ ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «κάτω ῥέπων»·- περὶ τοῦ τύπου πρβλ. ἀντηρίς.

Greek Monolingual

κατωρίς, -ίδος, ἡ (Α)
(στον δυϊκό) φρ. «κατωρίδε δύω» — ταινίες κρεμασμένες από στεφάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ωρίς (< ὄρνυμαι «εξορμώ»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. όν. Το -ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει. Πρβλ. και κατ-ώρης].