δάρατος: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=daratos | |Transliteration C=daratos | ||
|Beta Code=da/ratos | |Beta Code=da/ratos | ||
|Definition=ὁ, a Thessalian kind of < | |Definition=ὁ, a Thessalian kind of<br><span class="bld">A</span> [[bread]], Maced. [[δράμις]], Seleuc. ap. Ath.3.114b: neut. δάρατον, τό, prob. in ''IG''9(2).1202 (Coropa, vi/v B.C.).<br><span class="bld">II</span> [[unleavened bread]], Nic.''Fr.''184:—also fem. pl. δαράται, αἱ, [[cakes]] offered at marriage and registration ceremonies by a [[φρατρία]], ''Michel''995''A''5, al. (Delph., v/iv B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0523.png Seite 523]] ὁ, = [[ἄρτος]] [[ἄζυμος]], Ath. III, 110 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0523.png Seite 523]] ὁ, = [[ἄρτος]] [[ἄζυμος]], Ath. III, 110 d. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />pain thessalien non levé qui ressemble à [[δράμις]].<br />'''Étymologie:''' DELG mot dialectal technique et rituel, sans étym. ; cf. [[δαράται]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δάρατος''': ὁ, [[εἶδος]] Θεσσαλικοῦ ἄρτου, Σέλευκ. παρ’ Ἀθην. 114Β. | |lstext='''δάρατος''': ὁ, [[εἶδος]] Θεσσαλικοῦ ἄρτου, Σέλευκ. παρ’ Ἀθην. 114Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δάρατος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] ψωμιού στη [[Θεσσαλία]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>δάρατον</i>, το<br />[[ψωμί]] ζυμωμένο [[χωρίς]] [[προζύμι]]<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. στον πληθ.</b>) [[δαράται]]<br />γλυκίσματα που προσφέρονται στις τελετές του γάμου ή της καταγραφής τών παιδιών από τη [[φατρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για λ. [[διαλεκτική]] της τεχνικής και τελετουργικής ορολογίας]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, a Thessalian kind of
A bread, Maced. δράμις, Seleuc. ap. Ath.3.114b: neut. δάρατον, τό, prob. in IG9(2).1202 (Coropa, vi/v B.C.).
II unleavened bread, Nic.Fr.184:—also fem. pl. δαράται, αἱ, cakes offered at marriage and registration ceremonies by a φρατρία, Michel995A5, al. (Delph., v/iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 523] ὁ, = ἄρτος ἄζυμος, Ath. III, 110 d.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pain thessalien non levé qui ressemble à δράμις.
Étymologie: DELG mot dialectal technique et rituel, sans étym. ; cf. δαράται.
Greek (Liddell-Scott)
δάρατος: ὁ, εἶδος Θεσσαλικοῦ ἄρτου, Σέλευκ. παρ’ Ἀθην. 114Β.
Greek Monolingual
δάρατος, ο (Α)
1. είδος ψωμιού στη Θεσσαλία
2. (το ουδ.) δάρατον, το
ψωμί ζυμωμένο χωρίς προζύμι
3. (το θηλ. στον πληθ.) δαράται
γλυκίσματα που προσφέρονται στις τελετές του γάμου ή της καταγραφής τών παιδιών από τη φατρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για λ. διαλεκτική της τεχνικής και τελετουργικής ορολογίας].