ἐρίσπορος: Difference between revisions

(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erisporos
|Transliteration C=erisporos
|Beta Code=e)ri/sporos
|Beta Code=e)ri/sporos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">well-sown</b>, αἶα <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>2.119</span>.</span>
|Definition=ἐρίσπορον, [[well-sown]], αἶα Opp.''C.''2.119.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρίσπορος''': -ον, [[καλῶς]] ἐσπαρμένος, αἶα Ὀππ. Κυν. 2. 119. ἐρισταλκής, ές, πλημμελὴς [[ἀνάγνωσις]] Kenyon παρὰ Βακχυλίδῃ VII. 7. ὁ Blass ἀνέγνω ὀρθῶς: ἀρισταλκής, ές, ἔχων ἀρίστην, πολεμικωτάτην ἀλκήν.
|lstext='''ἐρίσπορος''': -ον, [[καλῶς]] ἐσπαρμένος, αἶα Ὀππ. Κυν. 2. 119. ἐρισταλκής, ές, πλημμελὴς [[ἀνάγνωσις]] Kenyon παρὰ Βακχυλίδῃ VII. 7. ὁ Blass ἀνέγνω ὀρθῶς: ἀρισταλκής, ές, ἔχων ἀρίστην, πολεμικωτάτην ἀλκήν.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρίσπορος]], -ον (Α)<br />ο σπαρμένος καλά («[[ἐρίσπορος]] αἶα», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατικό [[μόριο]] <i>ερι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σπόρος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 25 August 2023

English (LSJ)

ἐρίσπορον, well-sown, αἶα Opp.C.2.119.

German (Pape)

[Seite 1031] αἶα, sehr besäet, Opp. C. 2, 119.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίσπορος: -ον, καλῶς ἐσπαρμένος, αἶα Ὀππ. Κυν. 2. 119. ἐρισταλκής, ές, πλημμελὴς ἀνάγνωσις Kenyon παρὰ Βακχυλίδῃ VII. 7. ὁ Blass ἀνέγνω ὀρθῶς: ἀρισταλκής, ές, ἔχων ἀρίστην, πολεμικωτάτην ἀλκήν.

Greek Monolingual

ἐρίσπορος, -ον (Α)
ο σπαρμένος καλά («ἐρίσπορος αἶα», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατικό μόριο ερι- + σπόρος.