παρακρουσιχοίνικος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parakrousichoinikos | |Transliteration C=parakrousichoinikos | ||
|Beta Code=parakrousixoi/nikos | |Beta Code=parakrousixoi/nikos | ||
|Definition= | |Definition=παρακρουσιχοίνικον, [[striking off too much from the top of the measure]] (cf. [[παρακρούω]] VII), ''Com.Adesp.''1104. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακρουσιχοίνικος''': -ον, «ὁ παρακρουόμενος ἐν τῶ μετρεῖν˙ τὸ γὰρ ἀπατᾶν παρακρούσασθαι ἔλεγον» Φώτ. (πρβλ. [[παρακρούω]] Ι), Κώμικ. Ἀνώνυμ. 318, πρβλ. [[κρουσιμετρέω]], ἴδε καὶ Ἡσυχ. ἐν λέξει. | |lstext='''παρακρουσιχοίνικος''': -ον, «ὁ παρακρουόμενος ἐν τῶ μετρεῖν˙ τὸ γὰρ ἀπατᾶν παρακρούσασθαι ἔλεγον» Φώτ. (πρβλ. [[παρακρούω]] Ι), Κώμικ. Ἀνώνυμ. 318, πρβλ. [[κρουσιμετρέω]], ἴδε καὶ Ἡσυχ. ἐν λέξει. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(ως κωμική λ.) αυτός που εξαπατά στο [[μέτρημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παράκρουσις]] «[[απάτη]]» <span style="color: red;">+</span> [[χοῖνιξ]], -<i>ικος</i> «[[μέτρο]] χωρητικότητας» ([[πρβλ]]. [[ημιχοίνικος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
παρακρουσιχοίνικον, striking off too much from the top of the measure (cf. παρακρούω VII), Com.Adesp.1104.
German (Pape)
[Seite 485] mit falschem Maaße betrügend, comic. in VLL.; vgl. Poll. 4, 169.
Greek (Liddell-Scott)
παρακρουσιχοίνικος: -ον, «ὁ παρακρουόμενος ἐν τῶ μετρεῖν˙ τὸ γὰρ ἀπατᾶν παρακρούσασθαι ἔλεγον» Φώτ. (πρβλ. παρακρούω Ι), Κώμικ. Ἀνώνυμ. 318, πρβλ. κρουσιμετρέω, ἴδε καὶ Ἡσυχ. ἐν λέξει.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ως κωμική λ.) αυτός που εξαπατά στο μέτρημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράκρουσις «απάτη» + χοῖνιξ, -ικος «μέτρο χωρητικότητας» (πρβλ. ημιχοίνικος)].