ἑνίγυιος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enigyios
|Transliteration C=enigyios
|Beta Code=e(ni/guios
|Beta Code=e(ni/guios
|Definition=[ῐ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">joined in one body</b>, Ibyc.16.3. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">lame of one foot</b>, Suid. (<b class="b3">ἑνίγυος</b> codd.).</span>
|Definition=[ῐ], ον,<br><span class="bld">A</span> [[joined in one body]], Ibyc.16.3.<br><span class="bld">II</span> [[lame of one foot]], Suid. ([[ἑνίγυος]] codd.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> plu. [[que comparten un solo cuerpo]] de los Molíones, Ibyc.4.3.<br /><b class="num">2</b> [[que tiene un solo pie]], [[cojo]] Sud.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑνίγυιος''': -ον, εἰς ἓν [[σῶμα]] ἡνωμένος, ἑνιγυίους συμπεφυκότας ἀλλήλοις καὶ ἓν ἐκ τούτου [[σῶμα]] ἔχοντας, Ἴβυκος παρ’ Ἀθην. 58Α ([[ἔνθα]] τὰ ἀντίγραφα ἔχουσιν ἐνιγύους). ΙΙ. χωλὸς τὸν ἕνα [[πόδα]], «[[ἑνίγυιος]], ὁ ἓν [[μέλος]] ἔχων, ὁ [[κυλλός]]» Σουΐδ, ἴδε [[κυλλός]].- Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 59.
|lstext='''ἑνίγυιος''': -ον, εἰς ἓν [[σῶμα]] ἡνωμένος, ἑνιγυίους συμπεφυκότας ἀλλήλοις καὶ ἓν ἐκ τούτου [[σῶμα]] ἔχοντας, Ἴβυκος παρ’ Ἀθην. 58Α ([[ἔνθα]] τὰ ἀντίγραφα ἔχουσιν ἐνιγύους). ΙΙ. χωλὸς τὸν ἕνα [[πόδα]], «[[ἑνίγυιος]], ὁ ἓν [[μέλος]] ἔχων, ὁ [[κυλλός]]» Σουΐδ, ἴδε [[κυλλός]].- Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 59.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑνίγυιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο ενωμένος σ' ένα [[σώμα]], ο [[συμφυής]]<br /><b>2.</b> [[χωλός]] από το ένα [[πόδι]] ([[κατά]] το [[λεξικό]] [[Σούδα]], «[[ἑνίγυιος]]<br />ὁ ἕν [[μέλος]] ἔχων, ὁ [[κυλλός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>είς</i>, <i>ενός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γυιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γυίον]] «[[μέλος]] σώματος ([[χέρι]], σπλάχνα) ή και όλο το [[σώμα]]» ([[πρβλ]]. <i>πεντηκοντόγυιος</i>, <i>τρίγυιος</i> <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑνίγυιος Medium diacritics: ἑνίγυιος Low diacritics: ενίγυιος Capitals: ΕΝΙΓΥΙΟΣ
Transliteration A: henígyios Transliteration B: heniguios Transliteration C: enigyios Beta Code: e(ni/guios

English (LSJ)

[ῐ], ον,
A joined in one body, Ibyc.16.3.
II lame of one foot, Suid. (ἑνίγυος codd.).

Spanish (DGE)

-ον
1 plu. que comparten un solo cuerpo de los Molíones, Ibyc.4.3.
2 que tiene un solo pie, cojo Sud.

German (Pape)

[Seite 844] auf einem Fuße lahm, Suid. Auch = συμφυής, Ibyc. 15 bei Ath. II, 58 a, em. für ἑνίγυος.

Greek (Liddell-Scott)

ἑνίγυιος: -ον, εἰς ἓν σῶμα ἡνωμένος, ἑνιγυίους συμπεφυκότας ἀλλήλοις καὶ ἓν ἐκ τούτου σῶμα ἔχοντας, Ἴβυκος παρ’ Ἀθην. 58Α (ἔνθα τὰ ἀντίγραφα ἔχουσιν ἐνιγύους). ΙΙ. χωλὸς τὸν ἕνα πόδα, «ἑνίγυιος, ὁ ἓν μέλος ἔχων, ὁ κυλλός» Σουΐδ, ἴδε κυλλός.- Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 59.

Greek Monolingual

ἑνίγυιος, -ον (Α)
1. ο ενωμένος σ' ένα σώμα, ο συμφυής
2. χωλός από το ένα πόδι (κατά το λεξικό Σούδα, «ἑνίγυιος
ὁ ἕν μέλος ἔχων, ὁ κυλλός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < είς, ενός + -γυιος < γυίον «μέλος σώματος (χέρι, σπλάχνα) ή και όλο το σώμα» (πρβλ. πεντηκοντόγυιος, τρίγυιος κ.ά.)].