νεόστατος: Difference between revisions
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neostatos | |Transliteration C=neostatos | ||
|Beta Code=neo/statos | |Beta Code=neo/statos | ||
|Definition=Cypr. νεϝόστατος, | |Definition=Cypr. νεϝόστατος, = [[νεώτατος]], [[latest]], [[last]], τᾶν ἐπαγομενᾶν ν. ''Inscr.Cypr.''134 H. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεόστατος''': -ον, νεωστὶ σταθείς, στερεωθείς, [[νεοπαγής]], Κ. Πορφυρ. σ. 91, καὶ Ἀρχαῖα Λεξικ. | |lstext='''νεόστατος''': -ον, νεωστὶ σταθείς, στερεωθείς, [[νεοπαγής]], Κ. Πορφυρ. σ. 91, καὶ Ἀρχαῖα Λεξικ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεόστατος]], -ον (ΑΜ, Α [[κυπριακός]] τ. νεFόστατος, -ον) αυτός που στερεώθηκε πρόσφατα, [[νεοπαγής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στατός]] (<span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στά</i>- του [[ἵστημι]] / <i>ἵστᾱμι</i>), <b>πρβλ.</b> [[ορθό]]-<i>στατος</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:30, 25 August 2023
English (LSJ)
Cypr. νεϝόστατος, = νεώτατος, latest, last, τᾶν ἐπαγομενᾶν ν. Inscr.Cypr.134 H.
Greek (Liddell-Scott)
νεόστατος: -ον, νεωστὶ σταθείς, στερεωθείς, νεοπαγής, Κ. Πορφυρ. σ. 91, καὶ Ἀρχαῖα Λεξικ.
Greek Monolingual
νεόστατος, -ον (ΑΜ, Α κυπριακός τ. νεFόστατος, -ον) αυτός που στερεώθηκε πρόσφατα, νεοπαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + στατός (< συνεσταλμένη βαθμίδα στά- του ἵστημι / ἵστᾱμι), πρβλ. ορθό-στατος].