ληψολιγόμισθος: Difference between revisions
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lipsoligomisthos | |Transliteration C=lipsoligomisthos | ||
|Beta Code=lhyoligo/misqos | |Beta Code=lhyoligo/misqos | ||
|Definition= | |Definition=[[τέχνη]], the art of [[taking low pay]], cj. Hemsterh. in Ephipp.14.4 (ληψιγομ- codd.): Meineke ληψι-λογό-μισθος [[receiving pay for words]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ληψολῐγόμισθος''': ον· - [[τέχνη]] λ., ἡ [[τέχνη]] ἥτις παρέχει ὀλίγον μισθόν, ἐξ εἰκασίας παρὰ τῷ Ἐφίππ. ἐν «Ναυαγῷ» 1. 4 (Τὰ Χφα ληψιγομ-· ὁ Meineke ληψιλογόμισθος, λαμβάνων μισθὸν [[ἀπέναντι]] τῶν λέξεων ἢ λόγων). | |lstext='''ληψολῐγόμισθος''': ον· - [[τέχνη]] λ., ἡ [[τέχνη]] ἥτις παρέχει ὀλίγον μισθόν, ἐξ εἰκασίας παρὰ τῷ Ἐφίππ. ἐν «Ναυαγῷ» 1. 4 (Τὰ Χφα ληψιγομ-· ὁ Meineke ληψιλογόμισθος, λαμβάνων μισθὸν [[ἀπέναντι]] τῶν λέξεων ἢ λόγων). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=λιψολιγόμισθος, ή (Α)<br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] από την οποία προέρχεται [[λίγος]] [[μισθός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λῆψις]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀλίγος]] <span style="color: red;">+</span> [[μισθός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
τέχνη, the art of taking low pay, cj. Hemsterh. in Ephipp.14.4 (ληψιγομ- codd.): Meineke ληψι-λογό-μισθος receiving pay for words.
German (Pape)
[Seite 41] s. ληψιλογόμισθος.
Greek (Liddell-Scott)
ληψολῐγόμισθος: ον· - τέχνη λ., ἡ τέχνη ἥτις παρέχει ὀλίγον μισθόν, ἐξ εἰκασίας παρὰ τῷ Ἐφίππ. ἐν «Ναυαγῷ» 1. 4 (Τὰ Χφα ληψιγομ-· ὁ Meineke ληψιλογόμισθος, λαμβάνων μισθὸν ἀπέναντι τῶν λέξεων ἢ λόγων).
Greek Monolingual
λιψολιγόμισθος, ή (Α)
(ενν. τέχνη) η τέχνη από την οποία προέρχεται λίγος μισθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῆψις + ὀλίγος + μισθός.