θηλυμελής: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thilymelis | |Transliteration C=thilymelis | ||
|Beta Code=qhlumelh/s | |Beta Code=qhlumelh/s | ||
|Definition=ές, <span | |Definition=θηλυμελές, [[singing in soft strain]], Ἀλκμᾶνος ἀηδόνες ''AP'' 9.184. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1207.png Seite 1207]] [[ἀηδών]], weiblich, zart singend, Ep. ad. 519 (IX, 184). | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />[[au doux chant de femme]].<br />'''Étymologie:''' [[θῆλυς]], [[μέλος]] II. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θηλυμελής''': -ές, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, ἡ ᾄδουσα μετὰ γλυκείας καὶ μελῳδικῆς φωνῆς, Ἀνθ. Π. 9. 184. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θηλυμελής]], -ές (Α)<br />(για το [[αηδόνι]]) αυτός που ψάλλει με γλυκιά και μελωδική [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] «[[μελωδία]]»), [[πρβλ]]. [[εμμελής]], [[θελξιμελής]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θηλυμελής:''' -ές ([[μέλος]]), αυτός που τραγουδά με γλυκειά και μελωδική [[φωνή]], σε Ανθ. Π. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θηλυ-μελής, ές [[μέλος]]<br />[[singing]] in [[soft]] [[strain]], Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:53, 25 August 2023
English (LSJ)
θηλυμελές, singing in soft strain, Ἀλκμᾶνος ἀηδόνες AP 9.184.
German (Pape)
[Seite 1207] ἀηδών, weiblich, zart singend, Ep. ad. 519 (IX, 184).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
au doux chant de femme.
Étymologie: θῆλυς, μέλος II.
Greek (Liddell-Scott)
θηλυμελής: -ές, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, ἡ ᾄδουσα μετὰ γλυκείας καὶ μελῳδικῆς φωνῆς, Ἀνθ. Π. 9. 184.
Greek Monolingual
θηλυμελής, -ές (Α)
(για το αηδόνι) αυτός που ψάλλει με γλυκιά και μελωδική φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -μελής (< μέλος «μελωδία»), πρβλ. εμμελής, θελξιμελής].
Greek Monotonic
θηλυμελής: -ές (μέλος), αυτός που τραγουδά με γλυκειά και μελωδική φωνή, σε Ανθ. Π.