θύραθεν: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(CSV import)
 
m (Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''")
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=θύρᾱθεν
|Full diacritics=θῠ́ρᾱθεν
|Medium diacritics=θύραθεν
|Medium diacritics=θύραθεν
|Low diacritics=θύραθεν
|Low diacritics=θύραθεν
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thyrathen
|Transliteration C=thyrathen
|Beta Code=qu/raqen
|Beta Code=qu/raqen
|Definition=Adv.<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">from outside the door</b>: and generally, <b class="b2">from without</b>, αἱ θ. εἴσοδοι <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>952</span>; θ. εἰκάσαι <span class="bibl">Id.<span class="title">HF</span> 713</span>; θ. ἐπεισιέναι <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>736b28</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">outside the door, outside</b>, ἡ θ. ἡδονή <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>1063.4</span>; ὁ ἀὴρ ὁ θ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Resp.</span>480a30</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PA</span>642b1</span>, <b class="b3">οἱ θ</b>. <b class="b2">foreigners, the enemy</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>68</span>, <span class="bibl">193</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> metaph., opp. <b class="b3">ἔνδοθεν</b> (q.v.), <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>1021</span>(hex.).</span>
|Definition=Adv.<br><span class="bld">A</span> [[from outside the door]]: and generally, [[from without]], αἱ θύραθεν εἴσοδοι [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''952; θύραθεν εἰκάσαι Id.''HF'' 713; θ. ἐπεισιέναι Arist.''GA''736b28.<br><span class="bld">2</span> [[outside the door]], [[outside]], ἡ θύραθεν [[ἡδονή]] E.''Fr.''1063.4; ὁ ἀὴρ ὁ θύραθεν Arist.''Resp.''480a30, cf. ''PA''642b1, [[οἱ θύραθεν]] = [[foreigner]]s, the [[enemy]], A.''Th.''68, 193.<br><span class="bld">3</span> metaph., opp. [[ἔνδοθεν]] ([[quod vide|q.v.]]), S.''Tr.''1021(hex.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1226.png Seite 1226]] [[vonaußenher]]; αἱ θ. εἴσοδοι Eur. Andr. 952; ὡς θύρ. εἰκάσαι Herc. Fur. 713; [[außen]], οἱ [[θύραθεν]], die Feinde, Aesch. Spt. 68. 175.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> [[de la porte]], [[du dehors]];<br /><b>2</b> [[du dehors]], [[au dehors]] <i>sans mouv.</i> ; οἱ [[θύραθεν]] ESCHL les ennemis.<br />'''Étymologie:''' [[θύρα]], [[-θεν]].
}}
{{elru
|elrutext='''θύρᾱθεν:''' ион. [[θύρηθε]](ν) (ῠ) adv. извне, снаружи, со стороны или вне: αἱ θ. εἴσοδοι Eur. посещения, прием посторонних; ὡς θ. εἰκάσαι Eur. насколько можно судить со стороны, т. е. на расстоянии, издали; οὔτ᾽ [[ἔνδοθεν]], [[οὔτε]] θ. Soph. ни своими силами, ни с посторонней помощью; οἱ θ. Aesch., Arst. чужие, враги; ὁ ἀὴρ ὁ θ. Arst. наружный воздух.
}}
{{ls
|lstext='''θύρᾱθεν''': Ἐπικ. θύρηθε, Ἐπίρρ., [[ἔξωθεν]] τῆς θύρας, [[ἔξωθεν]], αἱ θ. εἴσοδοι Εὐρ. Ἀνδρ. 952· θ. εἰκάσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 713· θ. ἐπεισιέναι Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 2. 3, 9, κ. ἀλλ. 2) [[ἔξωθεν]] τῆς θύρας, ἔξω, θύρηθ’ ἔα, [[ἤμην]] ἔξω (δηλ. τῆς θαλάσσης). Ὀδ. Ξ. 352· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἔνδοθεν]] (ὃ ἴδε), οὔτ’ [[ἔνδοθεν]], [[οὔτε]] [[θύραθεν]] Σοφ. Τρ. 1021· τὸν ἀέρα τὸν [[θύραθεν]] Ἀριστ. π. Ἀναπν. 21, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 46· - οἱ θ., οἱ ξένοι, οἱ πολέμιοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 68, 193· παρ’ Ἐκκλ., οἱ ἐθνικοί· - τὰ θ., τὰ ἐξωτερικὰ ἀγαθά, Συνέσ. Ἐπ. 45.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[θύραθεν]], Α και επικ. τ. [[θύρηθε]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> απ' έξω από την πόρτα, από τα έξω [[προς]] τα [[μέσα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>εκκλ.</b> «ὁ [[θύραθεν]]» — αυτός που βρίσκεται έξω από τη χριστιανική [[πίστη]], ο [[εθνικός]], ο [[ειδωλολατρικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>εκκλ.</b> «ἡ [[θύραθεν]] [[παιδεία]]» — η κλασική [[παιδεία]], η [[παιδεία]] που στηρίζεται στην αρχαία ελληνική [[φιλολογία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη χριστιανική<br /><b>αρχ.</b><br />έξω, [[εκτός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «οἱ [[θύραθεν]]» — οι εχθροί, οι ξένοι, οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες<br />β) «τὰ [[θύραθεν]]» — τα εξωτερικά [[αγαθά]]<br />γ) «[[θύραθεν]] τῶν νόμων» — [[εκτός]] νόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θεν</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θύρᾱθεν:''' Επικ. [[θύρηθε]] ([[θύρα]]), επίρρ.<br /><b class="num">1.</b> από το εξωτερικό [[μέρος]] της πόρτας, από έξω, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> έξω από την πόρτα, έξω, <i>θύρηθ' ἔα</i>, ήταν έξω από τη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>οἱθ</i>., οι εχθροί, οι ξένοι, σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θύρα]]<br /><b class="num">1.</b> adv. from [[outside]] the [[door]], from without, Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[outside]] the [[door]], [[outside]], θύρηθ' ἔα was out of the sea, Od.:— οἱ θ. aliens, the [[enemy]], Aesch.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[from abroad]], [[from outside]], [[from without]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἔξω]]). Ἀπό τό [[θύρα]] + θεν. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη [[θύρα]].
}}
}}

Latest revision as of 07:34, 19 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠ́ρᾱθεν Medium diacritics: θύραθεν Low diacritics: θύραθεν Capitals: ΘΥΡΑΘΕΝ
Transliteration A: thýrathen Transliteration B: thyrathen Transliteration C: thyrathen Beta Code: qu/raqen

English (LSJ)

Adv.
A from outside the door: and generally, from without, αἱ θύραθεν εἴσοδοι E.Andr.952; θύραθεν εἰκάσαι Id.HF 713; θ. ἐπεισιέναι Arist.GA736b28.
2 outside the door, outside, ἡ θύραθεν ἡδονή E.Fr.1063.4; ὁ ἀὴρ ὁ θύραθεν Arist.Resp.480a30, cf. PA642b1, οἱ θύραθεν = foreigners, the enemy, A.Th.68, 193.
3 metaph., opp. ἔνδοθεν (q.v.), S.Tr.1021(hex.).

German (Pape)

[Seite 1226] vonaußenher; αἱ θ. εἴσοδοι Eur. Andr. 952; ὡς θύρ. εἰκάσαι Herc. Fur. 713; außen, οἱ θύραθεν, die Feinde, Aesch. Spt. 68. 175.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de la porte, du dehors;
2 du dehors, au dehors sans mouv. ; οἱ θύραθεν ESCHL les ennemis.
Étymologie: θύρα, -θεν.

Russian (Dvoretsky)

θύρᾱθεν: ион. θύρηθε(ν) (ῠ) adv. извне, снаружи, со стороны или вне: αἱ θ. εἴσοδοι Eur. посещения, прием посторонних; ὡς θ. εἰκάσαι Eur. насколько можно судить со стороны, т. е. на расстоянии, издали; οὔτ᾽ ἔνδοθεν, οὔτε θ. Soph. ни своими силами, ни с посторонней помощью; οἱ θ. Aesch., Arst. чужие, враги; ὁ ἀὴρ ὁ θ. Arst. наружный воздух.

Greek (Liddell-Scott)

θύρᾱθεν: Ἐπικ. θύρηθε, Ἐπίρρ., ἔξωθεν τῆς θύρας, ἔξωθεν, αἱ θ. εἴσοδοι Εὐρ. Ἀνδρ. 952· θ. εἰκάσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 713· θ. ἐπεισιέναι Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 2. 3, 9, κ. ἀλλ. 2) ἔξωθεν τῆς θύρας, ἔξω, θύρηθ’ ἔα, ἤμην ἔξω (δηλ. τῆς θαλάσσης). Ὀδ. Ξ. 352· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνδοθεν (ὃ ἴδε), οὔτ’ ἔνδοθεν, οὔτε θύραθεν Σοφ. Τρ. 1021· τὸν ἀέρα τὸν θύραθεν Ἀριστ. π. Ἀναπν. 21, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 46· - οἱ θ., οἱ ξένοι, οἱ πολέμιοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 68, 193· παρ’ Ἐκκλ., οἱ ἐθνικοί· - τὰ θ., τὰ ἐξωτερικὰ ἀγαθά, Συνέσ. Ἐπ. 45.

Greek Monolingual

(ΑΜ θύραθεν, Α και επικ. τ. θύρηθε)
επίρρ.
1. απ' έξω από την πόρτα, από τα έξω προς τα μέσα
2. φρ. εκκλ. «ὁ θύραθεν» — αυτός που βρίσκεται έξω από τη χριστιανική πίστη, ο εθνικός, ο ειδωλολατρικός
3. φρ. εκκλ. «ἡ θύραθεν παιδεία» — η κλασική παιδεία, η παιδεία που στηρίζεται στην αρχαία ελληνική φιλολογία, σε αντιδιαστολή προς τη χριστιανική
αρχ.
έξω, εκτός
2. φρ. α) «οἱ θύραθεν» — οι εχθροί, οι ξένοι, οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες
β) «τὰ θύραθεν» — τα εξωτερικά αγαθά
γ) «θύραθεν τῶν νόμων» — εκτός νόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -θεν].

Greek Monotonic

θύρᾱθεν: Επικ. θύρηθε (θύρα), επίρρ.
1. από το εξωτερικό μέρος της πόρτας, από έξω, σε Ευρ.
2. έξω από την πόρτα, έξω, θύρηθ' ἔα, ήταν έξω από τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.· οἱθ., οι εχθροί, οι ξένοι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θύρα
1. adv. from outside the door, from without, Eur.
2. outside the door, outside, θύρηθ' ἔα was out of the sea, Od.:— οἱ θ. aliens, the enemy, Aesch.

English (Woodhouse)

from abroad, from outside, from without

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἔξω). Ἀπό τό θύρα + θεν. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη θύρα.