ἱκανοδότης: Difference between revisions
From LSJ
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ikanodotis | |Transliteration C=ikanodotis | ||
|Beta Code=i(kanodo/ths | |Beta Code=i(kanodo/ths | ||
|Definition= | |Definition=ἱκανοδότου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[one who gives security]], ''BGU''1189.3.<br><span class="bld">II</span> [[one who requites]], ὁ ἱ. θεός ''PMasp.''6ii82(vi A.D.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱκανοδότης]], ὁ, θηλ. ἱκανοδότις, -ιδος (ΑΜ)<br />αυτός που παρέχει [[ασφάλεια]], [[εγγύηση]], ο [[εγγυητής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανταποδίδει, αυτός που ανταμείβει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκανός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[εργοδότης]], [[τροφοδότης]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>der [[Genugtuende]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
ἱκανοδότου, ὁ,
A one who gives security, BGU1189.3.
II one who requites, ὁ ἱ. θεός PMasp.6ii82(vi A.D.).
Greek Monolingual
ἱκανοδότης, ὁ, θηλ. ἱκανοδότις, -ιδος (ΑΜ)
αυτός που παρέχει ασφάλεια, εγγύηση, ο εγγυητής
αρχ.
αυτός που ανταποδίδει, αυτός που ανταμείβει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + -δοτης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. εργοδότης, τροφοδότης.
German (Pape)
ὁ, der Genugtuende, Sp.