μελανόχρους: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(Bailly1_3)
 
(1ba)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><i>c.</i> [[μελανόχροος]].
|btext=ους, ουν :<br /><i>c.</i> [[μελανόχροος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ουν (ΑM [[μελανόχρους]], -ουν, Α και [[μελανόχροος]], -οον και [[μελανόχρως]], ὁ, ἡ)<br /><b>βλ.</b> [[μελάγχρους]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελᾰνό-χρους, ουν = [[μελάγχροος]], Od.] [heterocl. nom. pl., μελανόχροες, Il.]
}}
}}

Latest revision as of 03:55, 10 January 2019

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
c. μελανόχροος.

Greek Monolingual

-ουν (ΑM μελανόχρους, -ουν, Α και μελανόχροος, -οον και μελανόχρως, ὁ, ἡ)
βλ. μελάγχρους.

Middle Liddell

μελᾰνό-χρους, ουν = μελάγχροος, Od.] [heterocl. nom. pl., μελανόχροες, Il.]