λιθοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=λιθοφόρος
|Medium diacritics=λιθοφόρος
|Low diacritics=λιθοφόρος
|Capitals=ΛΙΘΟΦΟΡΟΣ
|Transliteration A=lithophóros
|Transliteration B=lithophoros
|Transliteration C=lithoforos
|Beta Code=liqofo/ros
|Definition=ον, [[carrying stones]], [[ὁλκάδες]] DS. 13.78; [[κεραῖαι]] Moschio ap. Ath. 5.208d; [[ἱερεύς]] IG 3.296. as [[substantive]] λ., ὁ, = [[λιθοβόλος]] I. 2, Plb. 4.56.3.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0046.png Seite 46]] Steine tragend, führend, von Katapulten, = [[λιθοβόλος]], Pol. 4, 56, 3; D. Sic. 13, 78; κεραῖαι, Callixen. bei Ath. V, 208 d; vgl. Plut. Galb. g.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0046.png Seite 46]] Steine tragend, führend, von Katapulten, = [[λιθοβόλος]], Pol. 4, 56, 3; D. Sic. 13, 78; κεραῖαι, Callixen. bei Ath. V, 208 d; vgl. Plut. Galb. g.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui porte des pierres]];<br /><b>2</b> ὁ [[λιθοφόρος]] machine à lancer des pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[φέρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθοφόρος:''' <b class="num">II</b> ὁ Polyb. = [[λιθοβόλος]].<br />служащий для перевозки камней (ὁλκάδες Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθοφόρος''': -ον, ὁ φέρων λίθους, μεταφέρων, ὁλκάδες Διόδ. 13. 78· [[κεραία]] Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208D· 2) ὡς οὐσιαστ., [[λιθοφόρος]], ὁ, = [[λιθοβόλος]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 56, 3. 3) [[λιθοφόρος]], ὁ, [[ἐπίσης]] ὡς οὐσιαστ., [[ὄνομα]] ἀξιώματος ἱερατικοῦ, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν καὶ Ἐλευσῖνος ἐν CIA. ΙΙΙ. 296. 702.
|lstext='''λῐθοφόρος''': -ον, ὁ φέρων λίθους, μεταφέρων, ὁλκάδες Διόδ. 13. 78· [[κεραία]] Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208D· 2) ὡς οὐσιαστ., [[λιθοφόρος]], ὁ, = [[λιθοβόλος]], Πολυδ. Δ΄, 56, 3. 3) [[λιθοφόρος]], ὁ, [[ἐπίσης]] ὡς οὐσιαστ., [[ὄνομα]] ἀξιώματος ἱερατικοῦ, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν καὶ Ἐλευσῖνος ἐν CIA. ΙΙΙ. 296. 702.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui porte des pierres;<br /><b>2</b> ὁ [[λιθοφόρος]] machine à lancer des pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[φέρω]].
|mltxt=-ο, θηλ. και -α (AM [[λιθοφόρος]] -ον)<br />αυτός που μεταφέρει πέτρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[λιθοφόρος]]<br />α) ιερατικό [[αξίωμα]]<br />β) η πολιορκητική [[μηχανή]] [[λιθοβόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλάει, μεταφέρει λίθους· ως ουσ., = [[λιθοβόλος]], σε Πολύβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐθο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[carrying]] stones:—as [[substantive]], = [[λιθοβόλος]], Polyb.
}}
}}

Latest revision as of 18:58, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιθοφόρος Medium diacritics: λιθοφόρος Low diacritics: λιθοφόρος Capitals: ΛΙΘΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: lithophóros Transliteration B: lithophoros Transliteration C: lithoforos Beta Code: liqofo/ros

English (LSJ)

ον, carrying stones, ὁλκάδες DS. 13.78; κεραῖαι Moschio ap. Ath. 5.208d; ἱερεύς IG 3.296. as substantive λ., ὁ, = λιθοβόλος I. 2, Plb. 4.56.3.

German (Pape)

[Seite 46] Steine tragend, führend, von Katapulten, = λιθοβόλος, Pol. 4, 56, 3; D. Sic. 13, 78; κεραῖαι, Callixen. bei Ath. V, 208 d; vgl. Plut. Galb. g.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui porte des pierres;
2λιθοφόρος machine à lancer des pierres.
Étymologie: λίθος, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοφόρος: II ὁ Polyb. = λιθοβόλος.
служащий для перевозки камней (ὁλκάδες Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοφόρος: -ον, ὁ φέρων λίθους, μεταφέρων, ὁλκάδες Διόδ. 13. 78· κεραία Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208D· 2) ὡς οὐσιαστ., λιθοφόρος, ὁ, = λιθοβόλος, Πολυδ. Δ΄, 56, 3. 3) λιθοφόρος, ὁ, ἐπίσης ὡς οὐσιαστ., ὄνομα ἀξιώματος ἱερατικοῦ, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν καὶ Ἐλευσῖνος ἐν CIA. ΙΙΙ. 296. 702.

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α (AM λιθοφόρος -ον)
αυτός που μεταφέρει πέτρες
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.λιθοφόρος
α) ιερατικό αξίωμα
β) η πολιορκητική μηχανή λιθοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + φόρος (< φέρω)].

Greek Monotonic

λῐθοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλάει, μεταφέρει λίθους· ως ουσ., = λιθοβόλος, σε Πολύβ.

Middle Liddell

λῐθο-φόρος, ον φέρω
carrying stones:—as substantive, = λιθοβόλος, Polyb.